Μετά την πρώτη επιστράτευση των χριστιανών πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους Βαλκανικούς (1912-1913), στις 20 Ιουλίου 1914 κηρύχθηκε γενική επιστράτευση όλων των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τον Α’ Παγκόσμιο. Με την απόφαση αυτή άνοιξε ο δρόμος για μία από τις μεθόδους εξόντωσης των μειονοτήτων, τα διαβόητα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού στα τουρκικά).
Στη γενική επιστράτευση του 1914 κλήθηκαν άνδρες από 20 μέχρι 50 ετών. Όσοι δεν παρουσιάζονταν μέσα σε 11 ημέρες θεωρούνταν λιποτάκτες και καταδικάζονταν σε θάνατο.
Πολλοί Έλληνες του Πόντου κρύφτηκαν ακόμα και σε σπηλιές και δάση για να αποφύγουν την υποχρεωτική στράτευση, ενώ αρκετοί άλλοι που παρουσιάστηκαν λιποτάκτησαν με την πρώτη ευκαιρία, συχνά περπατώντας εκατοντάδες χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν στα κρησφύγετα που γνώριζαν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Χιλιάδες χριστιανοί όμως, Έλληνες, Αρμένιοι και Ασσύριοι, «στελέχωσαν» τα τάγματα εργασίας, σπάζοντας πέτρες, ανοίγοντας δρόμους και σήραγγες, ή άλλοτε κάνοντας αγροτικές εργασίες, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, χιλιόμετρα μακριά από τις εστίες τους. Επρόκειτο για έναν… αποδοτικό τρόπο φυσικής εξόντωσης των μειονοτήτων, αφού πολλοί άφηναν την τελευταία τους πνοή από την εξάντληση, τις κακουχίες, τις μολυσματικές ασθένειες, την πείνα, ή και το ξύλο.
Οθωμανοί στρατιώτες στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής στη Χετζάτζ, τη δεκαετία του 1900
(πηγή: Ottoman Imperial Archives)
Ο πρόξενος της Ελλάδας στο Ικόνιο σε έκθεσή του με ημερομηνία 7 Μαρτίου 1917 έγραφε τα παρακάτω: «Ο νόμος για την ίδρυση εργατικών ταγμάτων αποκλειστικά από χριστιανούς καταστρέφει και εξοντώνει βαθμιαία αλλ’ ασφαλώς τους Έλληνες της Τουρκίας. Οι δυστυχείς αυτοί στρατολογούμενοι και κατατασσόμενοι στα εργατικά τάγματα στέλλονται προς διάφορες κατευθύνσεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας από τα παράλια της Μικρασίας και του Εύξεινου Πόντου στα πέρατα της Βαγδάτης, του Καυκάσου, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, άλλοι μεν για την κατασκευή στρατιωτικών δρόμων, άλλοι για τη διάνοιξη σηράγγων για το σιδηρόδρομο Βαγδάτης, άλλοι για την καλλιέργεια αγρών, κτλ.
»Χωρίς κανένα μισθό, κακώς τρεφόμενοι και ενδυόμενοι, εκτιθέμενοι στις καιρικές συνθήκες, στον καυτό ήλιο της Βαγδάτης και στο αφόρητο ψύχος του Καυκάσου, προσβαλλόμενοι από ασθένειες, πυρετούς, εξανθηματικό τύφο, χολέρα, πεθαίνουν κατά χιλιάδες».
Για τους λιποτάκτες έφτανε σήμα στις πόλεις και στα χωριά που διέμεναν και οι χωροφύλακες αναλάμβαναν να ανακρίνουν τις οικογένειές τους για το πού μπορεί να κρύβονταν. Με την ευκαιρία, βέβαια, τρομοκρατούσαν κλέβοντας, βιάζοντας, δέρνοντας, ακόμα και καίγοντας σπίτια.
Οθωμανοί στρατιώτες στην Κωνσταντινούπολη, τη δεκαετία του 1910 (πηγή: Ottoman Imperial Archives)
Σε έκθεση από την Κερασούντα με ημερομηνία 21 Απριλίου 1917 είναι γραμμένα τα εξής: «Με αφορμή την ανυποταξία 300 φυγόστρατων εκκενώθηκαν και πυρπολήθηκαν 88 ελληνικά χωριά από τον Δεκέμβριο του 1916 ως τον Φεβρουάριο του 1917.
»Οι κάτοικοι των χωριών αυτών, ανερχόμενοι σε 30.000 περίπου, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους γέροι, γυναίκες και παιδιά, εκτοπίστηκαν βίαια στο νομό Αγκύρας, μέσα σε δριμύτατο χειμώνα, χωρίς να τους επιτραπεί να παραλάβουν ούτε τα ενδύματά τους. Το ένα τέταρτο από αυτούς πέθανε κατά τη διαδρομή από τις κακουχίες, την πείνα και το ψύχος».
Και αυτό ήταν μια δεύτερη πτυχή του σχεδίου Γενοκτονίας, οι βίαιοι εκτοπισμοί χριστιανικών πληθυσμών, οι πορείες θανάτου που ο ιστορικός Πολυχρόνης Ενεπεκίδης ονόμασε «Άουσβιτς εν ροή».
- Με πληροφορίες από την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.