Στις 8 Ιουλίου 1593 γεννήθηκε στη Ρώμη η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι (Artemisia Gentileschi), κόρη του ζωγράφου Οράτσιο Τζεντιλέσκι, ορφανή από μητέρα στα 12 της χρόνια και μεγαλωμένη μέσα σε ένα σκληρό και πολλές φορές βίαιο περιβάλλον.
Το όνομά της επανήλθε στην επικαιρότητα τον Μάρτιο του 2020, όταν ειδικοί επιβεβαίωσαν ότι ο μεγάλος πίνακας που παρουσιάζει τον Δαβίδ να κάθεται θριαμβευτικά στο κεφάλι του Γολιάθ είναι δικός της, και όχι έργο ενός μαθητή του πατέρα της.
Πιο άγρια κι από τον Καραβάτζιο, σήμερα θεωρείται από τις σπουδαιότερες ζωγράφους της μπαρόκ εποχής, κυρίαρχη σε έναν καθαρά ανδροκρατούμενο χώρο. Άλλο ένα χαρακτηριστικό της είναι ότι χρησιμοποίησε τον καμβά και τα πινέλα για να μιλήσει για τη γυναικεία σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση.
Το 1610, όταν ήταν 17 ετών, δημιούργησε το πρώτο και πολύ γνωστό έργο της, «Η Σουζάννα και οι πρεσβύτεροι». Σε αυτό δύο ηλικιωμένοι ηδονοβλεψίες κατασκοπεύουν μία νεαρή γυναίκα που κάνει μπάνιο.
«Η Σουζάννα και οι πρεσβύτεροι», 1610 (πηγή: Wikipedia)
Το έργο ωστόσο που σημάδεψε την καριέρα της, είναι αυτό που απεικονίζει δύο γυναίκες να κρατούν έναν άνδρα με τη βία στο κρεβάτι. Η μία τού πιέζει με το ένα χέρι το κεφάλι ώστε να μην μπορεί να το σηκώσει από το στρώμα, ενώ η δεύτερη προσπαθεί να κρατήσει τα χέρια και τον κορμό του ακινητοποιημένα.
Είναι χειροδύναμες, αλλά ακόμα κι έτσι χρειάζονται και οι δύο για να κρατήσουν το θύμα τους, καθώς η μία του κόβει το λαιμό με ένα σπαθί. Το αίμα πετάγεται σαν πίδακας. Στα ορθάνοιχτα μάτια του καθρεφτίζεται η απόγνωση.
Ο νεκρός είναι ο Ολοφέρνης, εχθρός των Ισραηλιτών στην Παλαιά Διαθήκη, και η νεαρή γυναίκα που τον κατακρεουργεί είναι η Ιουδήθ. Στην πραγματικότητα, βέβαια, το θύμα είναι ο Ιταλός ζωγράφος Αγκοστίνο Τάσι, και η γυναίκα με το σπαθί είναι η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι.
Μόνο δύο (γεμάτοι αίμα) πίνακες της Ιουδήθ και του Ολοφέρνη έχουν σωθεί. Ο ένας βρίσκεται στο Καποντιμόντε στη Νάπολη και ο άλλος στο Ουφίτσι της Φλωρεντίας.
«Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη», 1610-1614 (πηγή: Wikipedia)
Πρόκειται για την «εκδίκηση» της ζωγράφου για το βιασμό της. Το 1611 ο στενός συνεργάτης του πατέρα της και δάσκαλός της στην προοπτική, ο 30χρονος Αγκοστίνο Τάσι, την κακοποίησε σεξουαλικά. Αν και υποσχέθηκε στον πατέρα της να παντρευτεί τη 18χρονη κόρη του, εννέα μήνες μετά δεν είχε εκπληρώσει το καθήκον του και ο Οράτσιο Τζεντιλέσκι τον πήγε στα δικαστήρια.
Επτά μήνες κράτησε η δίκη· μέρος των πρακτικών διασώζεται μέχρι σήμερα. Ήταν το μεγαλύτερο σκάνδαλο στη Ρώμη την εποχή εκείνη, με την Αρτεμίζια από κατήγορος να λογοδοτεί στο δικαστήριο σαν να ήταν κατηγορούμενη. Μάλιστα, υποβλήθηκε σε αναγκαστική γυναικολογική εξέταση για να αποδειχθεί το αληθές της καταγγελίας. Ακόμα, ο δικαστής πρότεινε να αποσπαστεί η αλήθεια και με συσκευές σύνθλιψης που τραβούσαν δυνατά τα δάχτυλα των χεριών. «Αυτοί οι σφιγκτήρες είναι το δαχτυλίδι γάμου που μου υποσχέθηκες», είπε η 18χρονη ζωγράφος στον βιαστή της.
«Αυτοπροσωπογραφία σαν την Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας», 1616 (πηγή: Wikipedia)
Κατά τη διάρκεια της δίκης οι περισσότεροι μάρτυρες περιέγραφαν την Αρτεμίζια ως μια φιλήσυχη και παθιασμένη με τη ζωγραφική κοπέλα. Αντιθέτως, για τον Αγκοστίνο Τάσι είπαν ότι ήταν βίαιος χαρακτήρας, και μάλιστα πολλοί ήταν εκείνοι που κατέθεσαν πως είχε σκοτώσει την προηγούμενη γυναίκα του, χωρίς όμως να αποδειχθεί κάτι τέτοιο.
Παρά και τις καταθέσεις, το δικαστήριο αποφάσισε την αθώωση του κατηγορουμένου, κάτι το αναμενόμενο αφού ήταν γνωστές οι διασυνδέσεις του με τον πάπα Ιννοκέντιο.
Για να ξεχαστεί η υπόθεση, η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι μετακόμισε στη Φλωρεντία, όπου αφοσιώθηκε στη ζωγραφική. Τα περισσότερα έργα της είναι εμπνευσμένα από τη Βίβλο ή την Αρχαιότητα. Πρωταγωνιστούν σχεδόν πάντα οι γυναικείες φιγούρες που τις διακρίνει το θάρρος και η αποφασιστικότητα και είναι ισχυρές προσωπικότητες.
«Δαβίδ και Γολιάθ» (1630), ο πίνακας που αποδείχθηκε ότι είναι δημιούργημα της Τζεντιλέσκι (πηγή: Wikipedia)
Πολύ γρήγορα έγινε από τις πιο γνωστές ζωγράφους της Ευρώπης, και οι πίνακές της γοήτευσαν μέχρι τους Μεδίκους και τον Κάρολο Α΄ της Αγγλίας. Επίσης κατάφερε να είναι η πρώτη γυναίκα που έγινε μέλος της Ακαδημίας Σχεδιαστικών Τεχνών στην Ιταλία.
Στη Φλωρεντία γνώρισε τον Γαλιλαίο αλλά και τον Φραντσέσκο Μαρία ντι Νικολό Μαρίνγκι, ο οποίος έγινε εραστής και υποστηρικτής της. Έκανε το δικό της εργαστήριο και είχε τους προσωπικούς βοηθούς της. Το 1620 επέστρεψε στην Ρώμη λόγω χρεών και το 1630 εγκαταστάθηκε στη Νάπολη, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της, εκτός από ένα μικρό διάστημα που πήγε στην Αγγλία για να συνεργαστεί και πάλι με τον πατέρα της.
Ο Οράτσιο πέθανε έναν χρόνο αργότερα και η Αρτεμίζια επέστρεψε στη Νάπολη. Πέθανε το 1653.