Ακούμε και διαβάζουμε εσχάτως για τη «μεγάλη στροφή» της Τουρκίας προς το Ισλάμ και την «απεμπόληση του κεμαλικού παρελθόντος της», ενώ έγκριτοι αναλυτές και δημοσιογράφοι αναφέρονται στη βούληση της τουρκικής κυβέρνησης να μετατρέψει την Αγια-Σοφιά σε τζαμί ως δείγμα «αποκεμαλοποίησης».
Ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν ένας ρεαλιστής ηγέτης, υπό την έννοια ότι ανέλυε το διεθνές σύστημα με βάση τη συγκυρία, τις ευκαιρίες και τα διακυβεύματα της εποχής. Ουδέποτε απαρνήθηκε τη θρησκευτική ταυτότητά του και το κυριότερο είναι ότι ουδέποτε απαρνήθηκε και την ισλαμική ιδιοσυστασία των δομών του νέου κράτους του.
Εξοβέλισε το Ισλάμ από τη δημόσια σφαίρα καθώς, ως ρεαλιστής, αντιλαμβανόταν ότι η διάσωση της μουσουλμανικής ανθρωπολογίας της χερσονήσου της Μικράς Ασίας ως διακριτής οντότητας περνούσε μέσα από την ένταξή της σε ένα νεωτερικό εθνοκρατικό μόρφωμα κατά τα πρότυπα της Δύσης. Ωστόσο, την ίδια στιγμή προκειμένου να διατηρήσει τη συνοχή του νεοϊδρυθέντος εθνοκράτους, χρησιμοποιούσε τη θρησκεία ως εργαλείο «συγκόλλησης» και εξασφάλισης της πίστης και της νομιμοφροσύνης των ανθρώπων προς το κράτος.
Το 1926 ο Ali Haydar, ένας ακραιφνής κεμαλιστής και υποστηρικτής του νεωτερικού προτύπου εθνοκρατικής συγκρότησης, επισήμανε ότι «είναι αδύνατο να καταστήσουμε τους μη μουσουλμάνους πιστούς και νομιμόφρονες Τούρκους πολίτες». Αντιλαμβανόταν, δηλαδή, τη δυναμική της μεταφυσικής και προσλαμβανουσών, καθώς και το γεγονός ότι αυτή δεν μπορούσε να αγνοηθεί πλήρως στη νέα εποχή, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για το Ισλάμ το οποίο είναι πρωτίστως δικαιικό σύστημα και εντάσσεται εκ των πραγμάτων στη σφαίρα της εκτελεστικής εξουσίας.
Ο ίδιος ο Κεμάλ ανέφερε χαρακτηριστικά προς έναν σεΐχη: «έχω κλείσει μοναστήρια, ναούς και τόπους κατήχησης και λατρείας (tekke, turbe και zaviye). Όμως, αν ο Θεός μού χαρίσει σχετική μακροημέρευση, εγώ ο ίδιος θα τα ξανανοίξω την κατάλληλη στιγμή».
Αναδεικνύεται, έτσι, ο «ελιγμός» προς διαχείριση της συγκυρίας και των αναγκών μιας διαδικασίας εθνοκρατικής συγκρότησης σε ένα κρίσιμο γεωπολιτικά σημείο του πλανήτη και άρα ύψιστου ενδιαφέροντος για τις Μεγάλες Δυνάμεις, εν μέσω μιας περιόδου διάλυσης των αυτοκρατοριών και των πολυεθνικών μορφωμάτων.
Προς αυτή την κατεύθυνση, η συμπόρευση τουρκικού εθνικισμού και ισλαμικής ταυτότητας ήταν εξαρχής δεδομένη, γεγονός που αποτυπώθηκε στην τουρκοϊσλαμική σύνθεση μετά το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980, αλλά και αργότερα στο νεοοθωμανισμό, ο οποίος στηρίζεται και στις δύο ταυτοτικές επικλήσεις τόσο θεωρητικά όσο και σε επίπεδο υλοποιήσιμης στρατηγικής. Τη δεκαετία του 1980, η συνταγματική αναγνώριση ένταξης του Ισλάμ στη δημόσια σφαίρα ήταν και πάλι αποτέλεσμα της διεθνούς συγκυρίας, καθώς ήταν σε εξέλιξη η αμερικανική πολιτική της «πράσινης ζώνης», η οποία αφορούσε το τόξο εκτεινόμενο από την Τουρκία έως το Αφγανιστάν και στόχευε στην εξισορρόπηση της σοβιετικής επιρροής διά της ενθάρρυνσης του ισλαμιστικού κινήματος.
Αν, συνεπώς, συμφωνούμε ότι η πολιτική του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συνάδει με το νεοοθωμανισμό στις δύο διαστάσεις του (τουρκισμός και Ισλάμ), είναι μάλλον εσφαλμένο να θεωρούμε ότι απεκδύεται τον κεμαλισμό. Αν σήμερα στο τιμόνι της Τουρκίας βρισκόταν ο Μουσταφά Κεμάλ θα έπραττε ακριβώς τα ίδια, καθώς η σκέψη του εμφορείτο από την «κρατική λογική επιβίωσης», δηλαδή το ένστικτο διαρκούς ισχυροποίησης του κράτους με συνυπολογισμό της διεθνούς κατανομής ισχύος και των προτεραιοτήτων των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η Τουρκία επιχειρεί να αναλάβει θέση και ρόλο περιφερειακής δύναμης, ηγέτιδας του μουσουλμανικού κόσμου.
Η επίτευξη αυτού του στόχου συνδέεται άρρηκτα με την επικοινωνία μιας συγκεκριμένης ισλαμοστραφούς στρατηγικής εικόνας, η οποία εκπορεύεται και εμπεδώνεται διά της εσωτερικής κατάστασης. Ο βαθμός της επιτυχούς ανταπόκρισης στις εξωτερικές προκλήσεις μεγιστοποίησης ισχύος σχετίζεται με το πώς ο Ερντογάν διαχειρίζεται το εσωτερικό του, και αντιστρόφως. Για παράδειγμα, η στρατηγική εξουθένωση των Κούρδων στο εσωτερικό αποτέλεσε προϋπόθεση υλοποίησης επιθετικής τακτικής στο Βόρειο Ιράκ και στη Συρία, αλλά και το αποφασιστικό πλήγμα πέραν των συνόρων σχετίζεται με την επικράτηση στο εγχώριο επίπεδο. Αντίστοιχα, η μετατροπή της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί δικαιολογεί τη βούληση ανάληψης ηγετικής θέσης στον μουσουλμανικό κόσμο, αλλά και η δεσπόζουσα παρουσία στον μουσουλμανικό κόσμο «επιλύει» ζητήματα εσωτερικής συνοχής της Τουρκίας.
Η κοινή θέαση εσωτερικού και εξωτερικού περιβάλλοντος είναι εύλογη, καθώς πρόκειται για ένα ορθολογικό εθνοκράτος είτε στην εποχή του Κεμάλ είτε σε αυτήν του Ερντογάν, ήτοι ένας δρων που συνεκτιμά το κόστος και το όφελος κάθε επιλογής. Αν συνεχίσουμε να θεωρούμε ότι η συγκαιρινή τουρκική στρατηγική είναι αποτέλεσμα ρήξης με το κεμαλικό παρελθόν, τότε θα φθάσουμε μάλλον να υποστηρίζουμε την επάνοδο στην εξουσία των κεμαλιστών, και τότε, αν συμβεί αυτό, είναι πιθανό να απογοητευτούμε πολύ σύντομα…