Η αναγγελία ότι η κυβέρνηση ανοίγει την πόρτα για διάλογο με την Τουρκία προκάλεσε αναταραχή. Μετά τις συναντήσεις Παπανδρέου-Οζάλ τη δεκαετία του ’80 και Μητσοτάκη- Γιλμάζ στο Παρίσι τη δεκαετία του ’90, είναι η τρίτη απόπειρα σε πρωθυπουργικό επίπεδο να αρχίσει συζήτηση με την Τουρκία για τα προβλήματα που μας δημιουργεί. (Χωρίς να λησμονούμε τη συνεχή επαφή των κυβερνήσεων Καραμανλή με τους Τούρκους και έναν ατέρμονα «μυστικό» διάλογο σε διπλωματικό επίπεδο, που δεν μάθαμε ποτέ ούτε το περιεχόμενο ούτε την κατάληξή του.)
Παρά τις υποσχέσεις, ο τότε ΥΠΕΞ, ο σεβαστός κ. Μολυβιάτης, δεν αποκάλυψε το περιεχόμενο των συνομιλιών, προκαλώντας υποψίες και ανησυχίες ότι οι παραχωρήσεις προς την Τουρκία είχαν διατυπωθεί –αν όχι οριστικοποιηθεί– από τότε.
Υπάρχουν δύο δεδομένα. Πρώτον, ότι η Τουρκία δεν έχει μετακινηθεί ούτε ένα «γιώτα» από την αρχική στρατηγική θέση της, που συνοψίζεται σε ένα πράγμα: Τα θέλει όλα και ακόμα περισσότερα, αδιαφορώντας για τη νομιμότητα. Δεύτερον, στην ελληνική πλευρά δεν ξεχωρίζουν οι «ενδοτικοί» και οι «ανένδοτοι». Όλοι έχουν προσφερθεί για διάλογο, από τον υποτιθέμενα «σκληρό» Ανδρέα Παπανδρέου έως τον καθ’ υπόθεση «ενδοτικό» Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ωστόσο, μόνο ο Σημίτης έκανε ουσιαστικές παραχωρήσεις, όταν με το πρωτόκολλο της Μαδρίτης αναγνώρισε τουρκικά συμφέροντα στο Αιγαίο. (Πρόσφατα ο Τσίπρας με τις Πρέσπες πρόσθεσε μέτωπο εθνικών υποχωρήσεων στους Σκοπιανούς.)
Όλοι οι άλλοι αρχηγοί που είχαν επαφές με τους Τούρκους αρνήθηκαν να υποκύψουν στις απαιτήσεις τους. Για την ακρίβεια, ξεγλίστρησαν από τις πιέσεις των συμμάχων (ΗΠΑ και ΕΕ/Γερμανίας), να «τα βρούμε» με την Τουρκία, δηλαδή να υποχωρήσουμε στις τουρκικές απαιτήσεις. Ωστόσο άφησαν να δημιουργηθεί χάσμα στις υλικοτεχνικές υποδομές και στους εξοπλισμούς, και δεν διαμόρφωσαν στρατηγική αντιμετώπισης της Τουρκίας – έτσι ώστε σήμερα να μειονεκτούμε στον υλικό τομέα των εξοπλισμών.
Επειδή αρέσει σε πάρα πολλούς να απευθύνουν ανέξοδες και διχαστικές κατηγορίες, χαρακτηρισμούς και ύβρεις για προδοσία και προδότες, είναι σαφέστατο ότι αν υπάρχει αμέλεια ή και προδοσία δεν έγινε χθες τα ξημερώματα, ούτε οι προδότες φανερώθηκαν με τη ροδοδάχτυλη αυγή, φρεσκοπλυμένοι, άμωμοι και αμόλυντοι, χωρίς να ξέρουν τίποτα για το φόνο.
Το κλίμα διαλόγου
Έχουν περάσει περίπου 33 χρόνια και ζούμε το παρελθόν σε επανάληψη. Τότε, όπως και τώρα, περί τον Νοέμβριο του 1986, ο κόσμος θεωρούσε προδοσία κάθε επαφή με την τουρκική κυβέρνηση και τον πρόεδρο Οζάλ. Και οι Τούρκοι, από την άλλη, δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για συνομιλίες με τους ραγιάδες Έλληνες.
Η διαφορά από τότε είναι ότι τώρα η Τουρκία αισθάνεται ισχυρή ενώ η Ελλάδα όχι.
Τότε, λοιπόν, ο Ανδρέας Παπανδρέου πήγε στις ΗΠΑ και ο Κίσινγκερ (με δικά μου λόγια) του είπε: Αν θέλεις να κουβεντιάσεις με τους Τούρκους πρέπει να προκληθεί κρίση, να φανεί ότι φτάνεις στο χείλος του πολέμου, να φοβηθεί ο κόσμος. Και ιδού: έτοιμες οι συνομιλίες της ειρήνης.
Έτσι κι έγινε. Τον Μάρτη του 1987 ξέσπασε κρίση, ήχησαν τα τύμπανα, αλλά αντί να γίνει πόλεμος εγκαταστάθηκε «κόκκινη» (απ’ ευθείας) τηλεφωνική γραμμή Παπανδρέου-Οζάλ, και… τζίφος η δουλειά. Όλα πήγαν στα σκουπίδια επειδή οι Τούρκοι ήθελαν τα πάντα.
Τη δεκαετία του ’90 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συναντήθηκε με τον Γιλμάζ στο Παρίσι. Οι δυο πρωθυπουργοί –αφού τα είπαν– έβγαλαν και χάρτες για να δει με τα μάτια του ο Μητσοτάκης τι ακριβώς ζητάνε οι Τούρκοι. Και τότε είπε στον Τούρκο: Εγώ δεν μπορώ να τα κάνω αυτά. Πάλι τζίφος. Για τους ίδιους λόγους, τις απίστευτες απαιτήσεις της Τουρκίας.
Αυτή την ιστορία την είχε εξομολογηθεί ο τότε πρωθυπουργός σε υπουργούς του. Ασφαλώς ο σημερινός πρωθυπουργός δεν θα την έχει ακούσει μία μόνο φορά στο σπίτι από τον πατέρα του. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρείτο από τους αντιπάλους του –ιδίως του ΠΑΣΟΚ– ενδοτικός, αλλά όταν ήρθε η ώρα να ενδώσει δεν το έπραξε.
Το άξιο προσοχής είναι ότι και οι δύο Έλληνες πρωθυπουργοί επεδίωξαν συνεννόηση με την Τουρκία. Ο Α. Παπανδρέου, μάλιστα, είχε πει το γνωστό «Βυθίσατε το “Χώρα”» υποδεικνύοντας ως αντιπολίτευση στον Κ. Καραμανλή σκληρή πολιτική. Αλλά μετά άνοιξε πρώτος το δρόμο των συνομιλιών, με υπόδειξη (ή εντολή…) Κίσινγκερ, και όταν απέτυχε με τον Οζάλ έκανε αυτοκριτική, το περίφημο mea culpa στη Βουλή.
Ο Μαρξ έλεγε ότι την πρώτη φορά τα γεγονότα είναι δράμα και τη δεύτερη φάρσα.
Το 1987 αρμένισαν τα κανόνια για να αρχίσουν οι συνομιλίες Παπανδρέου-Οζάλ. Τη δεύτερη φορά σήκωσαν απλώς το τηλέφωνο οι Μητσοτάκης-Ερντογάν, με μοναδική κάλυψη τις δηλώσεις του αρχηγού ΓΕΕΘΑ στρατηγού Φλώρου ότι «θα κάψει όποιον πατήσει απρόσκλητος ελληνικό έδαφος», έτσι για να μην πάμε εντελώς πλαδαροί στις κουβέντες.
Επί της ουσίας: Από τις προτροπές Κίσινγκερ στον Αντρέα ως τα ενθουσιώδη συγχαρητήρια των ΗΠΑ στην κυβέρνηση επειδή (επιτέλους) ο Μητσοτάκης ακολούθησε τις παροτρύνσεις Τραμπ να κάνει «δουλειές και όχι πόλεμο» με τον Ερντογάν, η απόσταση είναι μηδενική. Στο τρίγωνο Ελλάδα-Τουρκία- Σύμμαχοι (ΗΠΑ/ΕΕ) κανείς δεν άλλαξε θέση.
Οι σύμμαχοι μας λένε «βρείτε τα», οι Τούρκοι αυξάνουν τις απαιτήσεις τους, η Ελλάδα κλαίει και περιμένει να τη σώσουν ο Θεός, το ξανθό γένος, ο Μακρόν, κλπ. Τα υπόλοιπα είναι κομματική προπαγάνδα.
Η κυβέρνηση βρήκε τον πολύ σοβαρό κ. Τσιόδρα και προστάτευσε την υγεία μας. Τώρα κάτι πρέπει να κάνει για να προστατεύσει και τη δική της υγεία.
Απόστολος Αποστολόπουλος