Για την «κατάρα» των νομικισμών έχουμε ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κείμενο. Πρόκειται για τη διαχρονική προσπάθεια εύρεσης προφάσεων, προκειμένου το πολιτικό σύστημα να καταφέρνει να αποδρά χωρίς κόστος από τα προβλήματα τα οποία θέτει κατά καιρούς ο τουρκικός ηγεμονισμός και το ίδιο το διεθνές σύστημα. Ο «ελιγμός» είναι εύκολος, καθώς επικοινωνείται μετ’ επιτάσεως ότι το Διεθνές Δίκαιο δύναται να αποκτήσει έναν ρόλο διαμορφωτικό, ο οποίος θα δεσπόζει των ενδεχόμενων διακρατικών μεταβάσεων στα επίπεδα ισχύος, βούλησης και στρατηγικού σχεδιασμού.
Για την ακρίβεια αγνοείται αυτό το οποίο σημείωνε ο Παναγιώτης Κονδύλης αρκετά χρόνια πριν, ότι δηλαδή «κυρίαρχος είναι όποιος έχει την αρμοδιότητα να κρίνει πότε παρίσταται ανάγκη αναστολής του νόμου και όχι όποιος τον θεσπίζει», ενώ σε άλλο σημείο των προλεγομένων του στην Πολιτική Θεολογία του Καρλ Σμιτ τόνιζε ότι «η αποπομπή του πολιτικού στοιχείου στον πέραν του θεμελιώδους κανόνα χώρο, ήτοι στον εξωνομικό χώρο, καθιστά δυνατή τη διαπίστωση της έμπρακτης εξάρτησης της έννομης τάξης από τις πιο διαφορετικές πολιτικές αποφάσεις».
Πρόκειται για προσκόλληση στο Διεθνές Δίκαιο ή για φενάκη η οποία μπορεί να δικαιολογηθεί;
Είναι απλώς μια άποψη η οποία μπορεί να είναι εσφαλμένη για κάποιους από εμάς, αλλά οφείλουμε να την σεβαστούμε στο πλαίσιο ενός ιδιάζοντος «διακρατικού νομικού πολιτισμού»; Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν βαθύτατα ότι το γεγονός ότι η Τουρκία παρανομεί, μπορεί από μόνο του να διασφαλίσει τα κυριαρχικά δικαιώματά μας. Υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι –κατά κύριο λόγο εκπρόσωποι της πολιτικής τάξης– οι οποίοι είναι πιστοί στο «κείται μακράν», όχι μόνο η Κύπρος αλλά οποιοδήποτε νησί ή βυθοτεμάχιο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας κατατείνει να γίνεται ενοχλητικό.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Γνωμοδότησε το Διεθνές Δικαστήριο». Αυτή θα είναι η επωδός για να γίνει αποδεκτή η μηδενική επήρεια του Καστελόριζου ή η καταφανώς μειωμένη επήρεια της Κρήτης και της Ρόδου, ενώ τα ερωτήματα είναι εύλογα: Η Τουρκία γιατί αδιαφορεί απέναντι στο Διεθνές Δίκαιο όσον αφορά την παράνομη εισβολή και κατοχή εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας; Γιατί αγνοεί πλήρως τις εκκλήσεις της διεθνούς κοινότητας και της UNESCO για τη μη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος; Γιατί διαβάζει αλά καρτ το Διεθνές Δίκαιο; Επειδή διαθέτει έναν στρατηγικό σχεδιασμό αμφισβήτησης της θέσης της Ελλάδας στην περιφέρειά της.
Να κάνουμε και εμείς το ίδιο; Αλίμονο! Εμείς είμαστε «πολιτισμένοι».
Μπορούμε, ωστόσο, να δημιουργήσουμε πολιτικά τετελεσμένα, στα οποία θα αποτυπώνεται το μέγιστο των αξιώσεών μας, όπως αυτές απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο. Η οριοθέτηση ελληνικής ΑΟΖ, επί παραδείγματι, στην Ανατολική Μεσόγειο έπρεπε να είχε ξεκινήσει από την Κύπρο με αποδεκτή την επήρεια του Καστελόριζου κατά 100%. Δύο κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προχωρούν σε πολιτική συμφωνία με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Η δυναμική θα ήταν εμφανής και θα καθόριζε το πλαίσιο των πολιτικών διαπραγματεύσεων της επόμενης ημέρας.
Τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα έχουν σαφή πολιτικό προσανατολισμό κατά τη λήψη των αποφάσεών τους, ακριβώς επειδή στη διεθνή τάξη εκλείπει ο διαμορφωτικός χαρακτήρας του Δικαίου. Σε αυτό το πλαίσιο, εάν δεν έχεις φροντίσει να δημιουργήσεις νωρίτερα τις αναγκαίες συνθήκες πολιτικής υπεροχής, είσαι καταδικασμένος να «χάσεις». Αν δε η ρητορική σου είναι «υπέρ του Διεθνούς Δικαίου», τότε είσαι υποχρεωμένος να ακολουθήσεις και τις αποφάσεις, ειδάλλως χάνεις σε κύρος και αξιοπιστία.
Αυτά βέβαια απασχολούν έναν κρατικό μηχανισμό ο οποίος κινείται ορθολογικά, και για να κινηθεί με αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να έχει λάβει χώρα η μετακένωση από το ατομικό στο συλλογικό. Τουτέστιν, θα πρέπει να έχει εκλείψει η ιδιωτεία. Όταν όμως ο κρατικός μηχανισμός ταυτίζεται με την εκάστοτε πολιτική νομενκλατούρα, η οποία δρα με όρους όχι κρατικού ορθολογισμού, τότε η αναζήτηση «σανίδας σωτηρίας» γίνεται με οποιοδήποτε τίμημα.