Η Τουρκία έχει συγκροτηθεί επί ενός μωσαϊκού εθνοτήτων, στοιχείο που ιστορικά έχει αναδειχθεί ιδίως μέσω του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ωστόσο, είναι εκπληκτικό ότι, παρά του ότι πρόκειται για συνονθύλευμα ετεροτήτων, το τουρκικό πολιτικό σύστημα εκφράζεται ενιαία όσον αφορά τις στοχεύσεις στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής, αλλά και της εσωτερικής όταν αυτή αφορά ζητήματα μη μουσουλμανικών μειονοτήτων. Άλλωστε, όπως έχει αναλυθεί από τον Ιωάννη Μάζη: «Σ’ ένα ισλαμικό κράτος ίσως να υπάρχουν και μη μουσουλμάνοι: εάν υπάρχουν, τότε ναι μεν τους παρέχεται ένα καθεστώς προστασίας (dhimmi) αλλά δεν έχουν ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τα μέλη της Umma. Αποτελούν υποτελείς του κράτους, αλλά όχι μέλη της πολιτικής κοινότητος».
Η μόνη διαφορά προκύπτει ως προς τον αριθμό των νησιών που ο καθένας επιθυμεί, αλλά η γενική κατεύθυνση της αναθεώρησης των συνθηκών και της εδαφικής επέκτασης είναι ίδια.
Οι αιτίες δύναται να εντοπιστούν στο ιστορικό κεκτημένο της διαδρομής του πολιτικού συστήματος της χώρας, το οποίο συνάδει με την ισλαμική «συγκολλητική ουσία». Ήδη από την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της κεμαλικής προσπάθειας κινητοποίησης των πληθυσμών υπό τη σκέπη της θρησκείας, το Ισλάμ επιτέλεσε το ρόλο της εξασφάλισης της πίστης και της νομιμοφροσύνης, όπως επιδίωκε η νέα ελίτ. Αργότερα, εξοβελίστηκε από τη δημόσια σφαίρα κατά την κεμαλική περίοδο, αλλά η επίκλησή του πάντοτε εξυπηρετούσε τους σκοπούς εθνικοποίησης των κρατικών δομών και κυρίως της ανθρωπογεωγραφίας της Ανατολίας.
Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που ακόμη και το ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα, το οποίο αποτελούσε ακραιφνή θιασώτη του κεμαλικού κεκτημένου, υιοθέτησε από την πρώτη στιγμή τις τρεις ημισελήνους ως κομματικό έμβλημα. Το Ισλάμ είχε εμπεδωθεί δεσποτικά μέσω μιας άνωθεν επιβολής πολιτισμικής ταυτότητας και αποτελούσε τη λύση στην αντιμετώπιση οποιασδήποτε ιδεολογίας δεν ήταν αμιγώς συναρτημένη με το τουρκικό εθνικό αφήγημα. Έτσι, ήδη από τη δεκαετία του 1960 και με αποκορύφωμα τη δημιουργία της «Εστίας των Πεφωτισμένων», οι θεωρητικοί της στρατογραφειοκρατίας αναζήτησαν τρόπους προστασίας και εδραίωσης του εθνικού αφηγήματος έναντι της ανόδου της Αριστεράς.
Με το σύνταγμα του 1982, Ισλάμ και τουρκισμός άρχισαν πλέον να πορεύονται μαζί και στο επίπεδο της δημόσιας σφαίρας, γεγονός που συνέστησε το επιστέγασμα της «νίκης» τους εναντίον της Αριστεράς. Είναι δε βασικό ότι η εν λόγω διαδικασία της τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης, η οποία συνέστησε και τη βάση της ανάδυσης του νεοοθωμανισμού, ενθαρρύνθηκε ιδιαιτέρως από τις ΗΠΑ, καθώς βρισκόμασταν εν τω μέσω του Ψυχρού Πολέμου και κάθε δυνατότητα σοβιετικής επιρροής σε κομβικά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, αλλά και σε άλλους συμμάχους των Αμερικανών για παράδειγμα στην Ασία, έπρεπε να ανακοπεί.
Πυρήνας της συμπόρευσης ισλαμιστών και κεμαλιστών, παρά τις επιμέρους συγκρούσεις, υπήρξε το (δεσποτικό) κράτος, το οποίο καθίσταται αντιληπτό ως το μέσο εμπέδωσης της εθνικής ενότητας.
Στην Τουρκία δημιουργήθηκε έθνος ακριβώς επειδή υπήρχε ένα ισχυρό κράτος, και γι’ αυτό η ασφάλεια και η ισχυροποίηση του κράτους αποτελεί μέριμνα όλων. Επί παραδείγματι, στην Ελλάδα το κράτος ειδώθηκε ως ένας θεσμός ξένος προς το ιστορικό κεκτημένο των Ελλήνων και την κοινοτική παράδοσή τους, ενώ το έθνος προϋπάρχει και δεν χρειάζεται κάποιο συγκεντρωτικό θεσμό για να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Αντιθέτως, στην Τουρκία το έθνος σημαίνει κράτος, και το κράτος, για να επιτύχει την εθνική ενότητα, επιστρατεύει το Ισλάμ ως την κυρίαρχη ομογενοποιητική συνταγή.
Καθότι η είσοδος του Ισλάμ στη δημόσια σφαίρα και η σύνθεσή του με τον τουρκικό εθνικισμό υπήρξε το υπόβαθρο άρθρωσης του νεοοθωμανισμού, η ισλαμική ενότητα του τουρκικού πολιτικού συστήματος δεν είναι το τελικό αποτέλεσμα. Η ισλαμική ενότητα απολήγει μετέπειτα στη συναντίληψη των πολιτικών κομμάτων όσον αφορά τις νεοοθωμανικές στοχεύσεις, ακριβώς επειδή ο νεοοθωμανισμός –ως σύγχρονη εκδοχή του οθωμανισμού του 19ου αιώνα– εμπεριέχει και επικαλείται ταυτόχρονα τις δύο ταυτοτικές διαστάσεις, ήτοι την εθνική και την ισλαμική. Πρακτικό αντίκρισμα αυτού είναι η «ρυθμική διπλωματία», όπως την ονομάζει ο Νταβούτογλου, δηλαδή η μαξιμαλιστική στρατηγική κατά την προσέγγιση άλλων κρατών ή υποεθνικών ομάδων, με την επίκληση είτε της τουρκικότητας είτε του Ισλάμ, αναλόγως με το τι εξυπηρετεί τον τελικό στόχο της Άγκυρας.
Συνεπώς, το Ισλάμ –διά του νεοοθωμανισμού– επιτελεί τον ιστορικό ομογενοποιητικό ρόλο του και εξασφαλίζει την πίστη και τη νομιμοφροσύνη του συνόλου των υποκείμενων φορέων στο εσωτερικό της Τουρκίας. Παρέχει ένα ισχυρό εθνικό αφήγημα, το οποίο εν τοις πράγμασι τεκμαίρεται ως κρατικό αφήγημα.