Ήρθε ο Φίλων ο οικιστής, ο γιος του αργοναύτη, όταν η νύχτα έπεσε κι οι ύαινες κοιμούνταν∙ περήφανος, πολεμικός, στον Πήγασο καβάλα. Είχε μια γλαύκα στ’ όπλον του με τέχνη καμωμένη∙ είχε στην περικεφαλαία του τη μέδουσα σφαγμένη κι ανοιχτοφτέρουγο αϊτό πά’ στου σπαθιού τον μύκη.
Λόγος πρώτος: Ξένον θέαμαν ορώμεν
Της πατρίδος οι φύλακες τα έχασαν καθώς αυτός τράβηξε τα γκέμια και στάθηκε μπροστά τους. Ακίνητο το άλογο, ακίνητος κι αυτός∙ περήφανο το άλογο, περήφανος κι αυτός. Περιέργως, κανένας δεν σκέφτηκε ν’ αρχίσει τα «αλτ», τα «τις ει;» και τα ρέστα… Περιέργως, δεν ένιωσαν απειλή ή φόβο. Ζήτησε να δει την ηγεσία. Δεν είπε τίποτε άλλο. Οι περισσότεροι απόμειναν να τον κοιτούν με δέος. Κάποιοι λίγοι έτρεξαν να ειδοποιήσουν…
Ήρθε απόψε το παιδί που το ’χαμε σταλμένο μακριά να θηριομαχεί για το καλό του γένους. Ήρθε ακρίτας, βασιλιάς, πολεμιστής, προφήτης. Σταυρούς έχει στους ώμους του, την Παναγιά στο στέρνο, και στο ζερβό το χέρι του κρατάει το Βαγγέλιο. Ίδιος Αϊ-Γιώργης στέκεται και στη νυχτιά θυμιάζει.
Λόγος δεύτερος: Έλλην γένος ειμί τωρχαίον1
Οι φύλακες έκαναν πέρα και στάθηκαν εκατέρωθεν. Ανάμεσά τους προχώρησαν οι εκπρόσωποι της ηγεσίας. Δυο κυβερνήτες, δυο αρχιερείς και τρεις στρατηγοί αγουροξυπνημένοι στάθηκαν μπρος στον καβαλάρη. Δεν ξεπέζεψε, παρά έσκυψε λίγο το κορμί του μπροστά και λίγο πλάγια σαν για να τους ιδεί καλύτερα μες στο σκοτάδι. Κι όπως έσκυψε, δυο πράγματα γίναν ταυτόχρονα. Πρώτον: τ’ άλογο χλιμίντρησε. Δεύτερον: ο Σταυρός που ’χε κρεμασμένο στο λαιμό, ήρθε μπροστά κι αστραποβόλησε ένα φως ασπρογάλαζο. Κι έτσι συστήθηκε, αναφέροντας αρχικά ότι είναι Έλλην.
Ήρθε πουλί απ’ τα μακριά το μήνυμα να φέρει, από τη χαυνολήθη μας για να μας συνεφέρει. Αίματα και μαρτύρια, ατίμωση και φόνος. Κρεμάλες∙ προς το θάνατο ατέλειωτες πορείες, άταφα παιδικά κορμιά∙ δάκρυ, πόνος και στάχτη. Γύρω απ’ τα μοναστήρια μας κι απ’ την Αγια-Σοφία καρφιά ψηλά σηκώθηκαν – ποιον ψάχνουν να καρφώσουν;
Λόγος τρίτος: Μεγάλως εκηδόμην συναπάσης της Ελλάδος1
Ο καβαλάρης όρθωσε πάλι το κορμί, κοίταξε απλανώς πάνω απ’ τα κεφάλια τους και είπε: «Εις το όνομα του Πατρός. Με είπαν δρακοκτόνο. Και του Υιού. Με είπαν πόλεων ιδρυτή. Και του Αγίου Πνεύματος. Με είπαν φορέα πολιτισμού, προόδου και ειρήνης. Σας ρωτώ λοιπόν: Ποιος με όρισε οικιστή; Ποιος με έστειλε, μας έ-στει-λε, στ’ άξενα μέρη;». Σιωπή… καμία απάντηση. Δεν περίμενε πολύ προτού συνεχίσει μ’ αυτά τα λόγια: «η ευθύνη της Ελληνίδος πόλεως ισχύει διαχρονικώς, η ευθύνη της μητροπόλεως δεν αναιρείται συν τω χρόνω. Κανείς γιος και καμιά κόρη δεν “κείται μακράν”, ουδέ κατά τόπον, μηδέ κατά χρόνον». Κι ύστερα σήκωσε φωνή μεγάλη: «Υιοί του Λεωνίδα και του Αγίου Αρτεμίου… όλα είναι εδώ!» – ξεθηκάρωσε το σπαθί. «Όλα είναι τώρα!». Με το «τώρα», εκσφενδόνισε το σπαθί κι αυτό καρφώθηκε εμπρός τους και ταλαντεύθηκε για λίγο. Αυτοί κοιτούσαν τον αετό στη λαβή που πήγαινε πέρα-δώθε, ώσπου σταμάτησε.
Πού ήσουνα μητρόπολη, μαχαίρι σαν μου μπήγαν; Πού ήσουνα πατρίδα μου για να με προστατέψεις; Πού ήσουν κόσμε υποκριτή, δήθεν πολιτισμένε; Τυφλός μπροστά στα εγκλήματα, βουβός στις κτηνωδίες. Τον «άλλο» λες πως νοιάζεσαι… Ποιος είν’ αυτός ο άλλος; Που πάντα είν’ αλλιώτικος και όχι ο πλησίον; Όπου έχει ανταλλάγματα, όλα για το συμφέρον∙ τον μαμωνά μόν’ αγαπάς κι όλα γι’ αυτόν τα κάνεις.
Λόγος τέταρτος: Καθάπερ ο Αλέξανδρος Αμύντα εν Πλαταιήσι
Ο καβαλάρης ξαναέσπασε τη σιωπή: «Είμαι ο Φίλων του Κλεάρχου, Έλλην, Ίων, Μιλήσιος, υιός Αθηναίων, εν Άιδη εκχριστιανισθείς κατά την εις Άιδου κάθοδον του Σταυρωθέντος και Αναστάντος Κυρίου. Είμαι του Πόντου οικιστής και των Ρωμιών προπάτωρ. Πείτε με Πόντιο, Μικρασιάτη, Καππαδόκη. Έλλην γένος ειμί τωρχαίον. Έν έτος μετά την πάροδον εκατονταετηρίδος από την κορύφωση της γενοκτονίας των χριστιανών της Ανατολής, ο διωγμός των οποίων ποικιλοτρόπως συνεχίστηκε και συνεχίζεται, παρουσιάζομαι έμπροσθέν σας. Όπως ο Αλέξανδρος ο Μακεδών πριν από τη μάχη των Πλαταιών, έτσι έρχομαι κι εγώ εδώ για να σας ειδοποιήσω. Ακούστε: “Ει και του τόπου βιασθέντες μετεκινήθημεν, αλλά του δικαίου του ες την αρχήν τε και το κράτος αμετακινήτως και αμεταπτώτως έχομεν Θεού χάριτι έθνους”.2 Προσέξτε: “Ουδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι και πολεμούντες τοις κατάγουσι την Κωνσταντινούπολιν”.2 Οι μαρτυρικές ψυχές των προγόνων σας ήβραν χάριν παρά τω Κυρίω. “Προς ταύτα ετοιμάζεσθε”.1 Μετανοείτε, προσεύχεσθε. Τας βεβήλους αρχάς και εξουσίας καταλύσατε. Είπατε προς αυτοίς: “περί των τοιούτων σπουδασμάτων τε και κηρυγμάτων εγελώμεν, λογιζόμενοι την κατά των αγίων τόπων ειρωνείαν και τα κατά του σταυρού παίγνια, άπερ ιδίων ένεκα πλεονεξιών επενοήθεσαν τοις πλείστοις και φιλαρχικής και φιλοχρύσου γνώμης ευπρεπές προκάλυμμα και συσκίασμα”.2 Φανείτε αντάξιοι των προγόνων σας. Τιμήστε τη μνήμη τους. Μόνον τότε –ω γλυκυτάτη πατρίς!– «πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών σου, προς σε δε ουκ εγγιεί» (Ψαλ. 90,7). Άλλως, χάνεσαι στην ιδιοτέλεια, τη μικροπρέπεια και τη μιζέρια…
____
1. Ηροδότου Ιστορίαι, βιβλ. Ι, 9.44-45.
2. Ι. Σακελλίωνος, «Ανέκδοτος επιστολή του αυτοκράτορος Ιωάννου Δούκα Βατάτση προς τον πάπα Γρηγόριον», Αθήναιον, τ. 1 (1872), 372-378.