Μια κουκίδα στο χάρτη είναι το Ντζουαρικάου, το χωριό της Βόρειας Οσετίας, το οποίο όμως «κρύβει» μια απίστευτη ιστορία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο για τη Ρωσία. Η ιστορία αυτή έχει το επώνυμο των επτά αδελφών Γκαζντάνοβ· όλοι πολέμησαν για τον σοβιετικό στρατό, και όλοι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ίσως να μην υπάρχει άλλη οικογένεια στον κόσμο που να πλήρωσε τόσο βαρύ φόρο αίματος στα πεδία των μαχών.
Μόλις ξεκίνησε η επίθεση των Ναζί στην ΕΣΣΔ κηρύχθηκε και γενική επιστράτευση για όσους ήταν γεννημένοι από το 1905 έως το 1918. Σε αυτό το πρώτο κύμα κατατάχθηκαν πέντε από τους αδερφούς – ο έκτος, ο Σαμουήλ, υπηρετούσε στον Κόκκινο Στρατό από το 1937 ως τακτικός στρατιώτης, και ο έβδομος, ο Χασανμπέκ, που ήταν γεννημένος το 1921, δήλωσε εθελοντής. Όλοι τους στάλθηκαν στο μέτωπο τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1941.
Κατά τραγική ειρωνεία, ο νεότερος αδερφός ήταν αυτός που πέθανε πρώτος, στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1941, στις μάχες στην περιοχή Ζαπορόζκαϊ. Επισήμως, βέβαια, θεωρείται αγνοούμενος, μιας και η σορός του δεν βρέθηκε ποτέ. Δεύτερος πέθανε ο Μαχαρμπέκ, υπερασπιζόμενος τη Μόσχα – πριν από τον πόλεμο εργαζόταν ως δάσκαλος.
Στις αρχές του 1942, κατά την υπεράσπιση της Σεβαστούπολης, σκοτώθηκε και ο Χατζησμέλ – η είδηση του θανάτου και τρίτου γιου ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τη μάνα, που άφησε την τελευταία της πνοή λίγο αργότερα.
Ο μοναδικός από τους αδερφούς Γκαζντάνοβ που είχε προλάβει να παντρευτεί ήταν ο Ντζαραχμέτ. Η έγκυος γυναίκα του ζούσε με τον χήρο πεθερό της όταν έφτασε η είδηση του δικού του θανάτου, κοντά στο Νοβοροσίσκ. Ήταν το τέταρτος αδερφός που σκοτώθηκε, ο οποίος δεν έμαθε ποτέ ότι θα αποκτούσε κόρη.
Το ίδιο έτος, το 1942, στο πεδίο των μαχών κοντά στο Κίεβο σκοτώθηκε και ο Σοζιρκό. Ο δε μεγαλύτερος από τους αδελφούς, ο Μαγκομέτ, εξαφανίστηκε τον Αύγουστο του 1943 κατά τον αποκλεισμό της Κριμαίας από τα σοβιετικά στρατεύματα.
Το όνομά του σε αυτή την απίστευτη αλυσίδα θανάτων πρόσθεσε τον Νοέμβριο του 1944 ο υπολοχαγός Σαμήλ Γκαζντάνοβ που πολεμούσε τους Ναζί πιο μακριά απ’ όλους, στη Λετονία. Ο κύκλος του πένθους όμως έκλεισε με τον πατριάρχη της οικογένειας, τον Ασαχμάτ, που κρατώντας την εγγονή του αγκαλιά κατέρρευσε στο κατώφλι του σπιτιού του ακούγοντας πως σκοτώθηκε και το έβδομος και τελευταίος γιος του.
Το 1963 κοντά στο Ντζουαρικάου, στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί από το Βλαδικαυκάζ, την πρωτεύουσα του της Βόρειας Οσετίας, στο Αλαγκίρ, φτιάχτηκε μνημείο αφιερωμένο στους αδελφούς Γκαζντάνοβ. Αναπαριστά μια πενθούσα γυναίκα, με σκυμμένο το κεφάλι κάτω από επτά γερανούς που πετούν στον ουρανό.
Πέντε χρόνια αργότερα, ο ποιητής Ρασούλ Γκαμζάτοβ έγραψε το διάσημο ποίημά του «Γερανοί», που μελοποιήθηκε από τον Γιαν Αμπράμοβιτς-Φρένκελ – πρόκειται για το πιο διάσημο ρωσικό τραγούδι για τον Β’ Παγκόσμιο. Τους στίχους προσάρμοσε ο Μαρκ Μπερνές, ο οποίος τραγουδά στην πρώτη εκτέλεση· για να έχει περισσότερη διεθνή απήχηση, αντικατέστησε τη λέξη «τζιγκίτ», που περιγράφει τους Καυκάσιους πολεμιστές και δεινούς αναβάτες, με τη λέξη «στρατιώτες».
Κατά μία εκδοχή, που δεν επιβεβαιώνεται, ούτε αμφισβητείται, έμπνευση για τον ποιητή ήταν το μνημείο για τους επτά αδερφούς. Κατά μία άλλη, η έμπνευση ήρθε στη Χιροσίμα, από το μνημείο που είναι αφιερωμένο στα παιδιά στο Πάρκο Ειρήνης.
Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες
που πέσανε στη ματωμένη γη
δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ’ το χώμα
αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί.
Το τραγούδι «Οι γερανοί» το πρωτοτραγούδησε στα ελληνικά το 1977 η Μαργαρίτα Ζορμπαλά· την απόδοση των στίχων είχε κάνει ο Γιάννης Ρίτσος.
- Με πληροφορίες και φωτογραφίες από άρθρο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα tvzvezda.ru. Μετάφραση από τα ρωσικά: Κώστας Παυλίδης.