Όταν σχεδιάζαμε τις ειδικές επιχειρήσεις στην Υπηρεσία, στο σχεδιασμό υπήρχαν δύο απαράβατες αρχές. Η πρώτη, ο σχεδιασμός της επιχείρησης γινόταν με βάση το χειρότερο δυνατό σενάριο. Έτσι, προβλέπαμε όλες τις πιθανές περιπτώσεις που μπορούσαν να επηρεάσουν τον επιχειρησιακό σχεδιασμό.
Η δεύτερη ήταν το θέμα της ασφάλειας. Με αυτό ξεκινούσαμε και μ’ αυτό τελειώναμε το σχεδιασμό της όποιας επιχείρησης.
Με την πρώτη αρχή είσαι υποχρεωμένος να εξετάσεις τις δυσκολότερες συνθήκες κάτω από τις οποίες είναι δυνατόν να εξελιχθεί και να ολοκληρωθεί μια επιχείρηση. Όσον αφορά τη δεύτερη, αν δεν ικανοποιούνταν πλήρως η αρχή της ασφάλειας, πολύ απλά δεν γινόταν η επιχείρηση.
Όλα αυτά φυσικά υπό κανονικές συνθήκες, και όταν δεν ανακατεύονταν μη υπηρεσιακοί παράγοντες – και εννοώ κυρίως πολιτικά πρόσωπα.
Τα παραπάνω τα ανέφερα έτσι για την ιστορία, για να θυμόμαστε τα παλιά «μεγαλεία», αλλά και γιατί η τήρηση αυτών των αρχών πρέπει να αφορά και τον πολιτικό αλλά και τον στρατηγικό σχεδιασμό.
Στην Κύπρο, η Κυπριακή Δημοκρατία, σε συνεννόηση με το εθνικό κέντρο, που είναι η Ελλάδα, υιοθέτησε έναν στρατηγικό σχεδιασμό για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών με τις γειτονικές χώρες και την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων.
Οι βασικές αρχές στις οποίες στηρίχτηκε ο στρατηγικός σχεδιασμός ήταν η τήρηση και επίκληση του διεθνούς δικαίου, στην οριοθέτηση με τις γειτονικές χώρες, και η πρόσκληση-εμπλοκή στον τομέα της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων μεγάλων ενεργειακών εταιρειών, από ισχυρές πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά χώρες του Δυτικού κόσμου. Η Ρωσία αποκλείστηκε, για να καταστεί δυνατή η προσέλκυση εταιρειών κυρίως από τις ΗΠΑ.
Όσον αφορά την πρώτη αρχή, η Κύπρος πέτυχε διπλωματικές νίκες που θα γραφτούν στην ιστορία. Μια μικρή χώρα, με κατεχόμενο περίπου το 40% του εδάφους της, κατόρθωσε να οριοθετήσει την ΑΟΖ της με μια μεγάλη μουσουλμανική χώρα, την Αίγυπτο, χωρίς να προκαλέσει την αντίδραση της Τουρκίας. Μετά ακολούθησε η οριοθέτηση με Ισραήλ και Λίβανο. Στο Λίβανο είχαμε αντίδραση της Τουρκίας, γι’ αυτό η Βουλή δεν έχει κυρώσει ακόμα τη συμφωνία.
Όσο αφορά τη δεύτερη αρχή, η Κύπρος κατόρθωσε να προσελκύσει εταιρείες από τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, τη Γαλλία, το Κατάρ και την Κορέα.
Γιατί επιλέχτηκε αυτή η αρχή; Για να αναγκαστούν οι μεγάλες πολιτικά και στρατιωτικά χώρες, για να προστατέψουν τα συμφέροντα των εταιρειών τους, να εμπλακούν στη διαδικασία και να αποτρέψουν την πιθανή παρέμβαση-επέμβαση της Τουρκίας.
Έτσι, με βάση αυτήν την παραδοχή, η Κυπριακή Δημοκρατία αποκτούσε διά της τεθλασμένης στρατιωτική ισχύ, πολεμικό ναυτικό και αεροπορία –που, κακώς κατά την άποψή μας, δεν έχει– για την υπεράσπιση της ΑΟΖ και των ζωτικών της συμφερόντων.
Και όντως αυτό έγινε. Όταν η Τουρκία επιχείρησε να αποτρέψει τον πλου της εξέδρας στο θαλασσοτεμάχιο 12, οι ΗΠΑ ξεκαθάρισαν ότι δεν θα επιτρέψουν κάτι τέτοιο, στέλνοντας ταυτόχρονα (καλού-κακού) το καταδρομικό «USS Monterey», το οποίο παρεμπιπτόντως φέρει και το υπερσύγχρονο αντιπυραυλικό σύστημα «Αegis».
Μέχρι εδώ όλα καλά, όμως στις επόμενες φάσεις αποδείχτηκε ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός της Κύπρου είχε, δυστυχώς, όχι μόνο μια αδυναμία.
Η μια αδυναμία ήταν-είναι η εμπλοκή στη διαδικασία της Ιταλίας, η οποία, παρότι είναι η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της Μεσογείου, αφού διαθέτει εννιά φρεγάτες τύπου FREMM και άλλα υπερσύγχρονα σκάφη, σε πολιτικό επίπεδο δεν είναι ξεκάθαρο πού και σε τι αποσκοπεί, αφού υπάρχουν παλαιότεροι δεσμοί με την Τουρκία και με τη Ρωσία στον ενεργειακό τομέα, στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου.
Την αδυναμία αυτή φάνηκε ότι κάλυπτε η αποφασιστικότητα της Γαλλίας, η οποία, σημειωτέον είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, πυρηνική δύναμη, διαθέτει ένα αεροπλανοφόρο και υπερσύγχρονες φρεγάτες, όπως και η Ιταλία, ικανές να εξουδετερώσουν οποιαδήποτε ναυτική και αεροπορική απειλή προερχόμενη από την Τουρκία.
Η άλλη αδυναμία του στρατηγικού σχεδιασμού της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν το γεγονός ότι δεν έλαβε υπόψη της το χειρότερο σενάριο, το οποίο ήταν-είναι η αποχώρηση των ενεργειακών εταιρειών των μεγάλων χωρών από την κυπριακή ΑΟΖ, για λόγους ανωτέρας βίας.
Και δυστυχώς, είδαμε το σενάριο αυτό να υλοποιείται, με την εμφάνιση της πανδημίας του κορονοϊού.
Ενώ και οι τρεις μεγάλες εταιρείες –ExxonMobil, TOTAL και ENI– είχαν προγραμματίσει γεωτρήσεις για το 2021, δείχνοντας ότι τις γεωτρήσεις αυτές θα τις υποστηρίξουν-προστατέψουν με την παρουσία στην περιοχή ανάλογων ναυτικών δυνάμεων, λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και της πτώσης των τιμών του πετρελαίου ανακοίνωσαν ότι αποχωρούν από την περιοχή, τουλάχιστον για έναν χρόνο. Μάλιστα, ειδικά για την ExxonMobil υπάρχουν φήμες, που δεν έχουν επιβεβαιωθεί, ότι σχεδιάζει την οριστική αποχώρηση.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι η Κύπρος αυτό το διάστημα στερείται της ναυτικής και αεροπορικής δύναμης που απαιτείται για να αποτραπεί η εισβολή της Τουρκίας σε αδειοδοτημένα θαλασσοτεμάχια στις εταιρείες που αποχώρησαν. Δηλαδή, με βάση το καλό σενάριο, για έναν ολόκληρο χρόνο η Τουρκία θα αλωνίζει στην κυπριακή ΑΟΖ.
Και το ερώτημα είναι: αυτό θα συνεχίσει να το κάνει εντελώς ανενόχλητη;
Ή μήπως εκτός από τα διαβήματα που κάνει η Λευκωσία, θα πρέπει η Ελλάδα να ξαναδεί τις υποχρεώσεις που έχει απέναντι στην Κύπρο, ως εγγυήτρια δύναμη;