Έχουμε διέλθει μια δεκαετή περίοδο οικονομικής κρίσης και μια περίοδο δύο αιώνων «εθνικής κρίσης», πέραν μικρών αναλαμπών, η οποία συνίσταται στη διαχρονική αδυναμία μας να εξέλθουμε από το ιστορικό μας κεκτημένο του κοσμοπολιτισμού και των κοινοτήτων και να ενταχθούμε σε ένα διακρατικό σύστημα σφιχτών συνόρων. Προφανώς, αυτή υπήρξε μοναδική επιλογή σε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία η ετερότητα των ανθρώπινων κοινωνιών έμελλε να εξασφαλίζεται αποκλειστικά μέσω της εκπροσώπησης του έθνους από έναν κρατικό μηχανισμό. Σε διαφορετική περίπτωση, η εθνική ταυτότητα αλλοτριωνόταν και τίθετο υπό τη μέγγενη άλλων κρατικών μηχανισμών, που ούτως ή άλλως συστήνονταν υπό διαφορετική εθνική σημαία.
Η ελληνική περίπτωση είναι ξεχωριστή, καθώς είναι μεταξύ των ελάχιστων εκείνων στις οποίες το κράτος προέκυψε ως αίτημα του έθνους.
Οι Έλληνες είχαν επίγνωση της ταυτότητάς τους και με τη δυναμική αυτήν κατάφεραν να ενσωματώσουν και άλλες υποκείμενες, «υποεθνικές» όπως ονομάζονται στη Συστημική Γεωπολιτική. Στον αντίποδα, στην «πεφωτισμένη Εσπερία» είχαμε ήδη συγκροτημένα κράτη τα οποία επιχείρησαν να καλλιεργήσουν εθνικές ταυτότητες, αναγκαία προϋπόθεση για την εσωτερική συνοχή των κρατών στη νέα πραγματικότητα.
Η διαφορά γίνεται εύκολα κατανοητή. Από τη μία πλευρά είχαμε κοινότητες με ευδιάκριτη εθνική συνείδηση, που έκριναν ότι έπρεπε (αναγκαστικά) να συνεννοηθούν για να αποκτήσουν κράτος και έτσι να έχουν την ελευθερία τους. Από την άλλη πλευρά είχαμε ένα συγκεντρωτικό κράτος με δομές αιώνων, που αποφάσισε να καλλιεργήσει εθνική συνείδηση. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε αδυναμία συγκλίσεων και αμοιβαίες υπονομεύσεις λόγω της έλλειψης εναρμονιστικής αρχής. Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε εναρμονιστική αρχή αλλά διαπιστώνουμε απουσία επαρκούς ομοιογένειας στο εσωτερικό (Βάσκοι, Καταλανοί, Βαυαροί, Σκωτσέζοι, Βορειοιρλανδοί, Φλαμανδοί, Κορσικανοί κ.ο.κ.).
Στην Ελλάδα, το ζήτημα διεξαγωγής δημοψηφίσματος στην Κρήτη το 2014, επειδή είχαν περάσει τα προβλεπόμενα 100 χρόνια από την Ένωση, αντιμετωπίστηκε ως το πιο σύντομο ανέκδοτο.
Σε αυτή την πορεία κρατικής συγκρότησης, το κακό για την ελληνική περίπτωση είναι η αδυναμία δημιουργίας πολιτειακής δομής της οποίας η λειτουργία να είναι υπεράνω υστεροβουλιών πιστών στην παράδοση Μαυρομιχάλη. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και έτσι το κομματικό παιχνίδι συνεχίζεται αδιατάρακτα, εν τη απουσία πραγματικά ανεξάρτητων θεσμών και δικλείδων ελέγχου. Ας ρίξουμε μια ματιά στη Δικαιοσύνη, στο Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, στην Τράπεζα της Ελλάδος, στις Ένοπλες Δυνάμεις ή ακόμη και στις διοικήσεις των νοσοκομείων, οι οποίες «πρέπει να υπακούν στην κυβερνητική πολιτική και γι’ αυτό να αλλάζουν με κάθε αλλαγή κυβέρνησης». Όταν δεν μπορούμε να αλλάξουμε το φυσικό πρόσωπο, τότε υπονομεύουμε ανερυθρίαστα τον ίδιο το θεσμό, ενώ όταν ο κομματισμός περνά τα σύνορα (π.χ. αλλαγή στους εκπροσώπους μας σε διεθνείς οργανισμούς ή στις πρεσβείες), τότε δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να γίνουμε και ρεζίλι διεθνώς. Κοτζάμ κυβέρνηση γίναμε!
Προφανώς, η αντίληψη του «κράτους-λάφυρου» διαπερνά όλα τα επίπεδα: την κυβέρνηση, την αντιπολίτευση και τους πάσης λογής «προέδρους» και «προϊσταμένους», που έλαβαν εξουσία παραπάνω από το ανάστημά τους σε γραμματείες πανεπιστημιακών ιδρυμάτων για παράδειγμα και σπαταλούν δημόσιους πόρους προς ίδιον όφελος.
Κατά τα λοιπά, το διακομματικό παιχνίδι είναι γνωστό.
Η εκάστοτε κυβέρνηση επιχειρεί να οικειοποιηθεί τα κεκτημένα της προηγούμενης περιόδου, τα οποία λοιδορούσε μέχρι πρότινος, και να δραματοποιήσει την κατάσταση την οποία παρέλαβε θέτοντας χαμηλά τον πήχη, προκειμένου να μπορέσει να τον περάσει με ευκολία. Αν παρ’ όλα αυτά δεν τα καταφέρει, ναρκοθετεί το οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, έτσι ώστε η αποχώρηση του κόμματος από την εξουσία να είναι όσο το δυνατόν βραχύβια, καθώς οι πραιτοριανοί αδημονούν. Στον αντίποδα, η εκάστοτε αντιπολίτευση καταστροφολογεί γνωρίζοντας ότι ούτως ή άλλως οι πολίτες είναι πιο ευεπίφοροι στο να πιστέψουν ότι υπάρχουν εύκολες και ανώδυνες λύσεις.
Αν παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να πείσει με την καταστροφολογία, τότε πλεονάζει σε παροχές γνωρίζοντας ότι δεν μπορούν να δοθούν τη δεδομένη στιγμή, και αν είναι προνοητική, αναφέρει εκ προοιμίου ότι «πρέπει να τις δώσετε τώρα, γιατί μετά δεν θα μπορούν να δοθούν», και έτσι θα είναι καλυμμένη αν παρ’ ελπίδα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Όταν «παίζεις» εκ του ασφαλούς, όλα είναι εύκολα. Ας φανταστούμε δύο ξιφομάχους, τον έναν με κανονικό σπαθί και τον άλλο με ξύλινο.
Ο πρώτος έχει την τάση να κινείται επιθετικά (πλειοδοτικά) αντιλαμβανόμενος την απουσία κόστους, ενώ το μένος γίνεται μεγαλύτερο όταν θυμάται πως όταν αυτός είχε το ξύλινο σπαθί, η συμπεριφορά του αντιπάλου ήταν επίσης ανεύθυνη. Και η ζωή συνεχίζεται, αρκεί να εξασφαλίζεται ο επιούσιος για τους ξιφομάχους… Εξάλλου, το παίγνιο μακροπρόθεσμα είναι win-win.
Οι κύκλοι της ιστορίας αποτελούν το πλαίσιο ανάλυσης και διάγνωσης των τάσεων στις πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες, καθότι η μέριμνα των θεωριών είναι να βρουν τον κοινό παρονομαστή επί διαφορετικών ιστορικών γεγονότων, έτσι ώστε να εξάγονται ει δυνατόν σταθεροποιημένα συμπεράσματα. Συνεπώς, τα παραπάνω θα μπορούσαν να ιδωθούν ως ιστορία από το μέλλον. Έως τότε μπορούμε να παραμένουμε στο ίδιο έργο θεατές.