Μέσα στην αυστηρή νηστεία της Σαρακοστής μεγάλη σημασία είχε για τους Πόντιους η Κυριακή των Βαΐων, η οποία ακολουθεί το Σάββατο του Λαζάρου. Μετά την εκκλησία τα παιδιά περνούσαν από τα σπίτια και οι νοικοκυρές τα φίλευαν κερκέλια, τα νηστίσιμα κουλούρια που έφτιαχναν την προηγουμένη.
Βάι βάι των Βαγιών, τρώμεν ψάρι και χαμψίν
και τ’ απάν την Κερεκήν (Πάσχα) τρώμε κόκκινον ωβόν.
Θεία θεία των Βαγιών, δώσ’ κερκέλ’ κι εμέν ωβόν.
Τα κάλαντα για την ανάσταση του Λαζάρου από τις ομάδες των παιδιών και τα φιλέματα (ανάλογα με τη συγγένεια ή τις συμπάθειες μπορεί να είναι και αυγά, καραμέλες ή χρήματα) είναι το βάεμαν των Ποντίων. Το έθιμο αναβιώνει ακόμα και σήμερα σε αρκετές περιοχές, ιδίως στο Θρυλόριο Κομοτηνής.
Τα φιλέματα μπαίνουν σε καλάθι. Ειδικά όμως τα κερκέλια τα περνούν σε κλαδί λεύκας ή και σε σπάγκο που η μία του άκρη είναι δεμένη στη μέση των παιδιών.
Η κουλούρα που έπαιρνε από το σπίτι του αυτός που θα βάγευε, δηλαδή που θα γυρνούσε τα σπίτια για να ψάλει τα κάλαντα, ονομαζόταν βαγευτέρ(ιν). Σύμφωνα με τις καταγραφές στην Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, οι μανάδες έδιναν στα παιδιά τους ένα κερκέλ’ διπλάσιο στο μέγεθος, ειδικά καμωμένο, για γούρι.
Κάποιες φορές «εβάευαν» και μερικοί άνδρες, έτσι για να γελάσουν, όπως αναφέρει ο Ευστάθιος Αθανασιάδης στην Ποντιακή Εστία: Μια χρονιά ο αγωγιάτης ο Γιάννες ο Κούφον, περιγράφει, φορτώθηκε ένα ταεκάλαθον (το πιο μεγάλο καλάθι) για να βάλει τα αυγά που θα μάζευε, πήρε κι ένα σχοινί, με το οποίο φόρτωνε το άλογο, για να περάσει τα κερκέλια, «έδωσε την άλλη άκρη του τον Λάμπον τον Τζάντζαν και γύριζαν τα σπίτια. Οι νοικοκυρές βλέποντας το καλάθι και το σχοινί στην αρχή τάχαναν, ύστερα όμως έσκαναν στα γέλια»…
Έτσι, μεταφορικά και ειρωνικά οι λέξεις βαεύω και βάεμαν περιγράφουν εκείνους που κάνουν πολλές επισκέψεις.