Οι εξελίξεις στο μέτωπο της Λιβύης και το θερμό ενδιαφέρον τόσο πολλών διεθνών δρώντων συνιστά μια επιβεβαίωση της σημασίας όχι μόνο της χώρας της Βορείου Αφρικής ή του Μεγάλου Μαγκρέμπ. Στη Λιβύη διακυβεύονται πολλά όσον αφορά κυρίως την ενεργειακή ασφάλεια των κρατών-μελών της ΕΕ, ενώ διασυνδέονται άρρηκτα με τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο, τη θέση της Κύπρου και τον ουσιαστικό ρόλο που δύναται να διαδραματίσει η Ελλάδα.
Η δυνατότητα της ενεργειακής τροφοδοσίας της ευρωπαϊκής αγοράς βρίσκεται ενώπιον μείζονων προκλήσεων, καθότι η διαρκώς μειούμενη και άρα πιο ακριβή εσωτερική παραγωγή, όπως και η βραδεία ανάπτυξη των ΑΠΕ, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στη ραγδαία αυξανόμενη εσωτερική ζήτηση. Παράλληλα, η ανησυχία για τη διευρυνόμενη εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο αποτελεί επίσης ένα κρίσιμο πρόβλημα, το οποίο έχει επιταθεί με τη λειτουργία των ρωσογερμανικών Nord Stream I & II.
Συνεπώς, η νότια (Μεγάλο Μαγκρέμπ) και νοτιοανατολική (Ανατολική Μεσόγειος) κατεύθυνση αποτελούν τη δυνητική «σανίδα σωτηρίας» για την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια. Από μόνη της η Λιβύη συνιστά μόλις την 45η χώρα παγκοσμίως σε αποδεδειγμένα αποθέματα φυσικού αερίου. Ωστόσο, ταυτόχρονα αποτελεί μέρος ενός συνολικού δυνητικού ενεργειακού σχεδιασμού, ο οποίος έχει ως επίκεντρο τον αγωγό Trans-Saharan και τα παρακλάδια του προς την Ευρώπη. Ξεκινώντας από τα ευμεγέθη κοιτάσματα της Νιγηρίας, ο Trans-Saharan καταλήγει ως τροφοδότης των εν λειτουργία ή υπό σχεδιασμό αγωγών Maghreb-Europe (Μαρόκο), Medgaz, Trans-Mediterranean και Galsi (Αλγερία), Trans-Mediterranean (Τυνησία) και Green Stream (Λιβύη).
Η εν λόγω γεωγραφική ζώνη της δυτικής Αφρικής και ιδιαίτερα ο Νίγηρας και η Αλγερία, κράτη τα οποία διασχίζει ο Trans-Saharan, συνιστούν προνομιακό χώρο της Γαλλίας από την εποχή της αποικιοκρατίας, στοιχείο που αναδεικνύεται και από την ενεργό εμπλοκή του Παρισιού στην αντιμετώπιση των ισλαμιστικών εξτρεμιστικών ομάδων της περιοχής. Παράλληλα, η Ιταλία διαθέτει εμπεδωμένα συμφέροντα –ιδιαίτερα επί λιβυκού εδάφους– μέσω της ENI, η οποία συνιστά έναν ενεργειακό κολοσσό δυσανάλογο προς την ισχύ του ιταλικού κράτους, ενώ και η Γερμανία είναι παρούσα σε σημαντικότατα πεδία εκμεταλλεύσεως υδρογονανθράκων ήδη από τη δεκαετία του 1950.
Φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται για τα αγγλοαμερικανικά συμφέροντα.
Στην εν λόγω εξίσωση, με διακύβευμα συνολικά τον αφρικανικό ενεργειακό διάδρομο, εισέρχεται δυναμικά η Ρωσία, ενώ φιλοδοξεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και η Τουρκία. Όσον αφορά τη Μόσχα, ο γεωστρατηγικός στόχος έγκειται στο «κλείδωμα» της Αφρικής, τακτική την οποία ακολούθησε στο παρελθόν και στην περίπτωση της κεντρικής Ασίας δεσμεύοντας προκαταβολικά έναντι πινακίου φακής την τότε τρέχουσα παραγωγή αλλά και τη μελλοντική των κρατών. Στόχος ήταν να μην βρουν εναλλακτικούς παρόχους η ΕΕ, η Τουρκία, αλλά και η Κίνα εξ Ανατολών, ή έστω να δυσκολεύσει η προσβασιμότητά τους.
Στην περίπτωση της Λιβύης, και κατ’ επέκταση της Αφρικής, η ρωσική γεωστρατηγική των αγωγών χαράσσεται με γνώμονα τη διατήρηση της δεσπόζουσας θέσης της επί της ευρωπαϊκής αγοράς. Η δημιουργία προσκομμάτων στην πρόσβαση των Ευρωπαίων στους πόρους της δυτικής Αφρικής, ή έστω η συμμετοχή της Ρωσίας διά της Gazprom, συνιστά έναν διακριτό στόχο, η προσπάθεια πραγμάτωσης του οποίου αναδιατάσσει τις θέσεις και τις προτεραιότητες των εμπλεκόμενων δρώντων. Πρόκειται για μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα, ενώπιον της οποίας βλέπουμε νέες ευθυγραμμίσεις συμφερόντων, νέες συμμαχίες, νέες αντιπαλότητες και νέες φιλοδοξίες, όπως η τουρκική.
Η κρίση στη Λιβύη ενέχει μεγαλύτερες προεκτάσεις απ’ όσες πιστεύουμε, και αυτές δικαιολογούν το έντονο ενδιαφέρον κομβικών παραγόντων. Η συγκεκριμένη ένταση συμφερόντων σημαίνει ότι η υποχώρηση ή απεμπλοκή της μίας πλευράς ευθυγραμμισμένων κρατικών δρώντων είναι εξαιρετικά κοστοβόρα, και ως εκ τούτου η εμφύλια διαμάχη δεν θα τελειώσει δίχως την πλήρη επικράτηση μόνο ενός στο επιχειρησιακό επίπεδο. Η διπλωματία θα λειτουργήσει και θα παράγει αποτελέσματα, όταν ο συσχετισμός ισχύος στο πεδίο θα αποτελεί πλέον αδιάψευστο μάρτυρα επικράτησης του ενός μέρους.