Όταν στις 12 Μαρτίου ακυρώθηκε μια σημαντική συνάντηση στο Ερευνητικό Κέντρο όπου εργάζομαι, με τη σύσταση ότι καλύτερα από εδώ κι εμπρός να μείνω και να δουλεύω από το σπίτι, κατάλαβα ότι τα κορονοϊκά πράγματα είχαν αρχίσει να σοβαρεύουν. Στην Πορτογαλία είχαν εμφανιστεί απειροελάχιστα κρούσματα το πρώτο δεκαήμερο του Μάρτη, υπήρχε λοιπόν μια –ψευδής, όπως θα αποδεικνυόταν σε μερικές μέρες– αίσθηση ασφάλειας. Ως εκείνη τη μέρα που θα υπέβαλλα τον εαυτό μου σε αυτοαποκλεισμό, κάθε φορά που μιλούσα με την (Πόντια) μάνα και με φίλους, τους πείραζα για τις άσκοπες ανησυχίες τους – ο κορονοϊός όμως είχε ήδη επισκεφτεί την Ελλάδα κι είχε στρογγυλοκαθίσει εκεί, απρόσκλητος καλεσμένος σε κυριακάτικο τραπέζι.
Κυριακή ήταν κι η μέρα που (απο)κλείστηκα οικειοθελώς –και πριν να κηρυχτεί η Πορτογαλία σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης– στο σπίτι.
Είχα προηγουμένως χρειαστεί δύο μέρες να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί στον κόσμο. Κατόπιν παρακίνησης της μάνας, η πρώτη μου κίνηση ήταν να επισκεφτώ το μοναδικό σούπερ μάρκετ που ήξερα ότι πουλούσε ελληνικό τσίπουρο, καθώς «το τσίπουρο σκοτώνει και τα μικρόβια, θα πίνεις και κανένα ποτηράκι να ξεχνιέσαι, να χορεύεις και κανένα τίκ’, θα καθαρίζεις και τα πόμολα της πόρτας, αν χρειαστεί», ήταν η συμβουλή της. Το μοναδικό άδειο ράφι στο τμήμα με το αλκοόλ ήταν εκείνο με το τσίπουρο πολύ γνωστής ελληνικής μάρκας. Πάει η θαλπωρή του τσίπουρου, πάει και το τίκ’, σκέφτηκα.
Τις τελευταίες τρεις βδομάδες έχω βγει από το σπίτι μόνο δύο φορές: τη μία για να επισκεφτώ πάλι το σούπερ μάρκετ και τη δεύτερη για να πάω στο ταχυδρομείο να παραλάβω το δέμα που μου είχε στείλει, με το ζόρι, η μάνα, με πέντε μάσκες και δύο αντισηπτικά – είχα κάνει το λάθος να της πω ότι δεν έβρισκα πουθενά ούτε το ένα ούτε το άλλο είδος. Και τις δυο φορές, κι αφού η πορτογαλική κυβέρνηση είχε κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με τους αντίστοιχους με την Ελλάδα (αν και λιγότερο αυστηρούς) περιορισμούς στις εξόδους, τα πεζοδρόμια της γειτονιάς μου –μιας παραδοσιακής γειτονιάς στο κέντρο της Λισαβόνας– ήταν σχεδόν γεμάτα από ηλικιωμένους, να καπνίζουν, να συζητούν, ζευγαράκια να περπατούν χέρι-χέρι, γείτονες να κουβεντιάζουν στα κατώφλια των σπιτιών τους, μπουλούκια εργάτες να εξακολουθούν να χτίζουν τη διπλανή οικοδομή: μια καθημερινότητα και μια κοινωνικοποίηση αναλλοίωτη.
«Είμαστε πράγματι σε καιρούς πανδημίας;», πρόλαβα να αναρωτηθώ πριν ελιχθώ με επιδέξια μανούβρα μακριά από έναν παππού που κάπνιζε ανέμελος το πούρο του περπατώντας νωχελικά, χαιρετώντας έναν γνωστό του και πηγαίνοντας φιρί-φιρί να πέσει πάνω μου.
Τα νούμερα των κρουσμάτων της πανδημίας αρχικά ήταν παρόμοια μεταξύ της θετής και της κανονικής μου πατρίδας. Αυτή η πορτογαλική κι ελληνική συμπόρευση, για κάποιον λόγο, αρχικά μου δημιούργησε μια συγκίνηση, σαν να αντιπροσώπευε μια συμβολική συνεργασία της διττής –πλέον– κοινωνικής και πολιτισμικής μου ταυτότητας. Όταν όμως τα νούμερα εδώ στην Πορτογαλία άρχισαν να εκτοξεύονται απότομα, με την ταυτόχρονη είδηση πως οι απευθείας πτήσεις μεταξύ των δύο χωρών θα διακοπούν, βρέθηκα μπροστά σε μεγάλο δίλημμα: μήπως θα έπρεπε να ρισκάρω τη δουλειά μου και τη ζωή μου εδώ, στον τόπο που με δέχτηκε με τόση καλοσύνη και μου πρόσφερε δουλειά και μια όμορφη καθημερινότητα την τελευταία δεκαετία, και να γυρίσω πίσω στην «πατρίδα», όπου όμως, όσο κι αν προσπάθησα να παραμείνω, δεν μου φέρθηκε και τόσο σωστά (σε επαγγελματικό επίπεδο);
Η Ευγενία Ρούσσου με φόντο τη Λισαβόνα (φωτ.: facebook)
Ύστερα από συζήτηση με την 77χρονη μητέρα μου –την κύρια έγνοια μου ως προς το δίλημμα της απόφασης της επιστροφής–, που με πολύ καθαρότερο μυαλό από το δικό μου με προέτρεψε να μείνω στην τωρινή μου πατρίδα «που σου έχει δώσει τα πάντα όλα αυτά τα χρόνια», με δυο καλές μου φίλες Ελληνίδες, οι οποίες έχουν επίσης επιλέξει την πορτογαλική πρωτεύουσα για μόνιμη κατοικία τους, και με την τρυφερή και συγκινητική υπο/στήριξη φίλων Πορτογάλων, το σύννεφο του διλήμματος είχε διαλυθεί πριν καν φέρει «αποκλεισμένες» καταιγίδες.
Σε πανδημικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως αυτή που διανύουμε, και ανθρωπολογικά μιλώντας, τα όρια μεταξύ «εαυτού» και «άλλου», «εδώ» κι «εκεί», «δικού» και «ξένου» καταρρέουν.
Ο ιός, με κορόνα ή χωρίς, διεισδύει σε σώματα, όρια προσωπικά, κοινωνικά, έμφυλα, θρησκευτικά, ταξικά, δίχως να κάνει διακρίσεις. Περνά από τη μια χώρα στην άλλη χωρίς να νοιάζεται για σύνορα. Αντιθέτως, αυτό που κάνει είναι να καταργεί τα σύνορα – οποιασδήποτε μορφής. Προσωπικά και κοινωνικοπολιτισμικά, τα σύνορα μεταξύ Πορτογαλίας κι Ελλάδας είναι προ πολλού ακυρωμένα. Οι δυο (μου) χώρες έχουν αντιμετωπίσει παρόμοια αυτήν τη νέα κρίση, όπως και τότε την οικονομική. Είτε με την αρνητική έννοια (ανυπακοή ως προς την καραντίνα, βόλτες στις παραλίες, καθημερινές, μη απαραίτητες έξοδοι) είτε με τη θετική πλευρά (έγκαιρα μέτρα έκτακτης ανάγκης, πολίτες αυτοαποκλεισμένοι με σύνεση στο σπίτι τους, ενδυνάμωση διαπροσωπικών σχέσεων, αλλά και θρησκευτική πίστη – έχω λάβει πολλά μηνύματα με εικόνες αγίων, προσευχές και θρησκευτικές αναφορές για την καταπολέμηση του κορονοϊού και την προστασία της πνευματικής και σωματικής υγείας τόσο από Πορτογάλους καθολικούς όσο κι από Έλληνες ορθόδοξους φίλους και συμμετέχοντες στην τωρινή μου ανθρωπολογική έρευνα).
Σύμφωνα με τα νούμερα των αρχών Απριλίου ωστόσο, όπου τα επίσημα κρούσματα στην Ελλάδα αντιστοιχούν μόνο στο 1/10 των κρουσμάτων στην Πορτογαλία, αυτήν τη φορά η Ελλάδα μοιάζει να είναι αυτή που θα βγει πρώτη από την πρωτόγνωρη κρίση.
Προς το παρόν, εγώ λέω να ακολουθήσω τη συμβουλή της 92χρονης αγαπημένης μου Πόντιας θείας Σοφίας: «όταν στενοχωρεύκεσαι ας βάλ’τς έναν ποντιακόν, έναν κότσαρι, και να χορεύ’ς και να εθαρρείς ότι έσ’ σε γλέντ’»!
Ευγενία Ρούσσου
Διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας (UCL, Πανεπιστήμιο Λονδίνου). Από το 2011 εργάζεται ως κύρια ερευνήτρια στο Κέντρο Έρευνας της Ανθρωπολογίας (Centro em Rede de Investigação em Antropologia – CRIA-ISCTE-IUL), Λισαβόνα, όπου διεξάγει συγκριτική έρευνα μεταξύ Πορτογαλίας κι Ελλάδας με θέμα τις καθημερινές επιτελέσεις θρησκευτικών πρακτικών και τελετουργιών.