Χαίρομαι ν’ ανακαλύπτω ποιητικές αποστροφές ελληνικού λόγου που φτάνουν σε μέτρα υψηλά κι αξιοζήλευτα. Ψάχνω να τις βρω παντού∙ σε μέρη προφανή και σ’ άλλα όχι και τόσο. Μόλις βρίσκω καμιά, βγαίνω έξω και την σιγοψιθυρίζω, για ν’ ακούσει η γης και να ηρεμήσει, ότι είν’ αγριεμένη. Είναι καιρός τώρα που και πάλι ποτίζεται με τα δάκρυα των αδικημένων και μ’ αθώα αίματα, παραπάνω απ’ όσο αντέχει. Είναι καιρός τώρα που καθ’ υπερβολήν ο αέρας δηλητηριάζεται από τα λόγια των εξουσιαστών τα διεφθαρμένα∙ που ο ουρανός βαραίνει από ακατανόμαστες ατιμίες.
Ούτε χρόνους κοιτάζω, ούτε την εκδοχή της ελληνικής γλώσσας στην οποία είναι γραμμένα. Ούτε αν ο πλάστης του λόγου είν’ αναγνωρισμένος και τιμημένος ποιητής γιά δεν είναι.
Ποσώς μ’ ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα∙ ούτε τη γη την ενδιαφέρουν. Όπως μου ’ρχεται ανθολογώ, χωρίς κανόνες. Μάλλον με μοναδικό γνώμονα την προσωπική μου εκτίμηση για τον πιο ανυπόκριτο, διεισδυτικό και υψιπετή ποιητικό λόγο. Επιλέγω με τρόπο καρδιακό, μυστικό, που φαίνεται τυχαίος, αλλά ποιος ξέρει να πει στα σίγουρα αν είναι όντως έτσι;
Επιλέγω λοιπόν γι’ αρχή ένα ποίημα γραμμένο στην ποντιακή. Το τραγούδησε και το έκανε γνωστό ο αθάνατος Χρύσανθος Θεοδωρίδης, «το αηδόνι του Πόντου». Σε ορισμένα από τα τραγούδια του, ο μεγάλος καλλιτέχνης, γιος της Λεμόνας –πρωτοξάδερφης της γιαγιάς μου της μακαρίτισσας, της Όλγας–, διέσωσε μερικούς παραδοσιακούς στίχους ή ακόμα και στίχους δημιουργών της πρώτης γενιάς του ξεριζωμού. Οι περισσότεροι στίχοι στα τραγούδια του είναι γραμμένοι από τον ίδιο. Άλλα τραγούδια του είναι παραδοσιακά. Για ορισμένα, όμως, όπως το ποίημα «Φώταξον ήλε μ’» για το οποίο μιλάω, δεν είναι απολύτως γνωστός ο στιχουργός.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι πρόκειται για δημιούργημα του πόντιου ποιητή και λόγιου Αλέξανδρου Κοντοζή γραμμένο το 1920.
Δεν θέλουμε ν’ αδικήσουμε κανέναν, και όλους τους ευχαριστούμε – γνωστούς και πιθανώς άγνωστους λαϊκούς δημιουργούς που συνέβαλαν στη δημιουργία αυτού του υπέροχου ποιήματος. Το μεταγράφω στην καθομιλουμένη μας γλώσσα, σύμφωνα με το δικό μου γούστο και κάπως ελεύθερα για να κρατήσω τον εσωτερικό ρυθμό και τις ομοιοκαταληξίες:
Φώτισε ήλιε μ’, φώτισε, να λιώσουνε τα χιόνια
και να ’ρθουν πά’ στον τάφο μου να κελαηδούν τ’ αηδόνια.
Κι εσύ φεγγάρι φώτισε, βοήθησε τον ήλιο
μαζί για να ζεστάνετε του κιβουριού μ’ το ξύλο.
Κι εσείς αστράκια τ’ ουρανού φωτίστε στο σκοτάδι
βαθύ μού κάναν το ταφί μες στον υγρό τον Άδη.
Κι απ’ το «αηδόνι του Πόντου» πετάγομαι στον εξαίσιο Άγιο Ρωμανό τον Μελωδό. Στη «Θεόληπτο σάλπιγγα των ουράνιων ωδών», όπως δικαίως χαρακτηρίζεται στο απολυτίκιο της εορτής του. Ο «οίκος» ιζ΄ του 57ου ύμνου του, που επευφημεί τους αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρες, αναφέρεται σε ένα συγκλονιστικό περιστατικό που διασώζει η παράδοση. Σύμφωνα με αυτό, μετά από πολλά και φρικτά βασανιστήρια που προηγήθηκαν, όταν οι βασανιστές έβγαλαν τα παλικάρια από το τελευταίο τους μαρτύριο που ήταν η ολονύκτια παραμονή στα παγωμένα νερά της λίμνης Σεβάστειας, άλλοι ήταν νεκροί κι άλλοι ημιθανείς κι αναίσθητοι.
Τους μάζεψαν τότε, για να πάνε να διαμελίσουν τα σώματά τους και να τα κάψουν σε πυρά.
Ένας από τους πιο νεαρούς, ο Μελίτων, ήταν κι αυτός μισοπεθαμένος, αλλά φαίνεται πως διατηρούσε κάπως τις αισθήσεις του. Έτσι, ο ειδωλολάτρης έπαρχος του Πόντου Αγρικόλας, αυτό το θηρίο, διάταξε να αποδοθεί ο νεαρός μάρτυρας στη μητέρα του που ήταν εκεί. Τι κάνει, λοιπόν, η γενναία μάνα με τη γρανιτένια πίστη στον Χριστό; Φορτώνεται στην πλάτη το μισοπεθαμένο βλαστάρι της, για να το μεταφέρει έτσι πίσω από τις άμαξες που κουβαλούσαν τα σώματα των υπόλοιπων 39. Δεν ήθελε να χωριστεί ο Μελίτων από τους συναθλητές του. Δεν ήθελε το παιδί της να χάσει το στεφάνι του μαρτυρίου και την αιώνια αθανασία και δόξα.
Νά λοιπόν πώς υμνεί ο Άγιος Ρωμανός την αγιότητα των πρωταγωνιστών αυτού του περιστατικού (εδώ χρησιμοποιώ μια ελεύθερη προσέγγιση στην απόδοση από τα αρχαία∙ ο Άγιος να με συγχωρήσει αν αστοχώ):
Όλα τα πάθη νίκησε εκείνη η μητέρα σκώνοντας κειον που γέννησε κι αυτός ψυχορραγούσε.
Ότι όλ’ οι άλλοι πρόλαβαν τα έπαθλα να πάρουν της ατελεύτητης ζωής κι είν’ στον Χριστό αντάμα,
κι αυτή, τον γιο της όπως θώραγε ακόμα ν’ ανασαίνει, σε δάκρυα αναλύθηκε και δυνατά φωνάζει:
«Όπως παλιά σε γέννησα μ’ ωδίνες και με πόνο, έτσι και τώρα στην κοιλιά νομίζω σε βαστάζω.
Την πλάτη που σε κουβαλώ δεύτερη μήτρα κάνω.
Πρόφτασ’ αυτούς που πρόλαβαν, στάσου απάν’ στο θρόνο.
Σε περιμένει ο Χριστός.
Μην γελαστείς παιδί μου, χάρη σ’ αυτήν την πίστη μας παίρνετε το στεφάνι».
Για το τέλος, βάζω εδώ μια αποστροφή από τον ποιητικό λόγο του Στρατηγού Μακρυγιάννη παρμένη από το Οράματα και Θάματα: «…τριπόστατε Θεέ, να μας βγάλεις απ’ το σκότο το βαθύ και να μας φέρεις εις το φως σου το αληθινό της παντοδυναμίας σου και της βασιλείας σου, και να σώσεις, Σωτήρ, και να σώσεις, Σωτήρη, και να σώσεις, Σωτήρα, την ματοκυλισμένη μας πατρίδα και θρησκεία, γενικώς την δυστυχισμένη ανθρωπότη, οπού την τρώνε οι ανθρωποφάγοι τύραγνοι σαν σαλάτα…».
Αμήν…