Η παρούσα παγκόσμια υγειονομική κρίση του κορονοϊού, με χιλιάδες νεκρούς, έχει πλήξει καίρια τη δημόσια υγεία αλλά και την οικονομική κυριαρχία των ευρωπαϊκών κρατών – και όχι μόνο. Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, επαναφέρει στο προσκήνιο την ανάγκη πανευρωπαϊκής συστράτευσης με στόχο τον επωφελή αμοιβαίο συντονισμό για απάμβλυνση των οικονομικών επιπτώσεων της κρίσης η οποία κραδαίνει την απειλή της παγκόσμιας ύφεσης.
Ήδη ευρωπαϊκοί θεσμοί εξετάζουν σειρά εναλλακτικών επιλογών, όπως η αξιοποίηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) ο οποίος μπορεί να δανειοδοτήσει τις χώρες της Ευρωζώνης με ποσά που αντιστοιχούν στο 2% του ΑΕΠ τους.
Επιπρόσθετα, ένας άλλος οικονομικός θεσμός του ευρωσυστήματος, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), έχει προτείνει τη χορηγία 40 δισ. ευρώ, αν οι χώρες μέλη παρέχουν εγγυήσεις 25 δισ. ευρώ. Τέλος, η Κομισιόν διά του προγράμματος SURE προτίθεται να δημιουργήσει έναν δανειοδοτικό μηχανισμό ύψους 100 δισ. ευρώ, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα δίχτυ ασφαλείας για τους εργαζομένους οι οποίοι θα μπορούν να διατηρούν την εργασία τους –έστω σε μερική απασχόληση– για να συνεχίσουν να διενεργούν τα χρειώδη. Με αυτό τον τρόπο τα νοικοκυριά ως βασικές οικονομικές μονάδες θα συνεχίσουν να συνεισφέρουν στην κατανάλωση, η οποία στο τέλος της ημέρας θα βοηθήσει και στη διατήρηση θέσεων εργασίας.
Στα ανωτέρω πρέπει να προστεθούν και κάποιες σκέψεις τεχνοκρατών για χαλάρωση των κριτηρίων που προβλέπονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας (1997) το οποίο θέτει συγκεκριμένα κριτήρια επιτήρησης των δημόσιων οικονομικών των κρατών μελών.
Είναι όμως αυτά αρκετά για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια κρίση, η διάρκεια και οι συνέπειες της οποίας είναι ακόμη αδιευκρίνιστες;
Φαίνεται πως όχι, και γι’ αυτόν το λόγο εννέα κράτη μέλη, μεταξύ αυτών η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, προτείνουν τη δημιουργία ενός κορονο-ομολόγου που θα οδηγεί σε αμοιβαιοποίηση των χρεών δίδοντας έτσι τις απαραίτητες ανάσες και αυτοπεποίθηση σε υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιταλία, αλλά και η Ελλάδα, που έχουν πληγεί από την κρίση και τα δημόσια οικονομικά τους δεν είναι στα καλύτερα επίπεδα.
Η εν λόγω συλλογιστική εμφορείται από ένα απλό επιχείρημα: Οι ώμοι των πιο ισχυρών οικονομικά κρατών σε συστράτευση με τους πιο αδύνατους μπορούν να σηκώσουν το βάρος χωρίς να πληγούν ιδιαίτερα οι ισχυροί, σε αντίθεση με την προοπτική να αφεθούν μόνα τους τα πιο αδύναμα οικονομικά κράτη της ΕΕ –που ενδεχομένως θα κληθούν να συναινέσουν σε νέους επαχθείς όρους, μπορεί και μνημονιακούς – για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.
Ωστόσο, σε αυτή την προοπτική αντιδρούν ισχυρά-πλεονασματικά κράτη με υψηλή φερεγγυότητα όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Αυστρία. Η εγωιστική αυτή στάση δεν συνάδει με τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αποτελεί και το μόνο παράδειγμα εθελούσιας ολοκλήρωσης στη διεθνή πολιτική που κατάφερε να επιβιώσει στηριζόμενο στην αλληλεγγύη και στη φιλελεύθερη διεθνή θεωρία. Θυμάται άραγε η Γερμανία και η Μέρκελ το σχέδιο Σιουμάν και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα; Αλλά και πώς η συναίνεση των Δυτικών συμμάχων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βοήθησε στην ανοικοδόμηση της καθημαγμένης οικονομικά Γερμανίας, η οποία ανέκαμψε εντυπωσιακά μετεξελισσόμενη στο πιο ανθηρό οικονομικά κράτος της γηραιάς ηπείρου;
Ας σημειώσουμε επίσης, εν είδει καταληκτικού σχολίου, ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μετά τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο του Γιομπ Κιπούρ και την επακολουθήσασα πετρελαϊκή κρίση του 1973, είχε εκδώσει ομόλογο το 1974. Αυτό είχε γίνει σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες του εμπάργκο που επέβαλαν οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες στη σύνοδο του Κουβέιτ με στόχο να τιμωρήσουν τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους για να μην μεροληπτούν υπερβολικά υπέρ του Ισραήλ.