Θεόσταλτη πίστευαν οι Πόντιοι ότι ήταν η ευλογιά (βράσα όπως την αποκαλούσαν), η μολυσματική ασθένεια που υπήρξε μία από τις πιο θανατηφόρες που έπληξαν ποτέ την ανθρωπότητα, προκαλώντας πολλά εκατομμύρια θανάτους – η τελευταία διάγνωση ασθενούς που προσεβλήθη από ευλογιά με φυσικό τρόπο καταγράφτηκε στις 26 Οκτωβρίου 1977.
«Σα ζώντας-ι-σ’ ’κι επίασέ σε; Θα πιάν’τσε αποθαμένον», έλεγαν οι Πόντιοι που θεωρούσαν ότι όλοι θα την περάσουν, οπωσδήποτε.
Παρόλα αυτά, οι νοικοκυρές φρόντιζαν σχολαστικά την καθαριότητα του σπιτιού και θυμιάτιζαν συχνά. Όταν είχαν στο σπίτι άρρωστο, στο παράθυρο ή κοντά στο κρεβάτι του αναρτούσαν κόκκινο ή κίτρινο ύφασμα. Αν ο άρρωστος ήταν παιδί, πρόσεχαν να μην ξύνεται (για να μην γίνει «βλογιοκομμένο»), και αντ’ αυτού του έδιναν ένα φτερό πουλερικού, για να χαϊδεύει απαλά τα εξανθήματα και τις πυώδεις φουσκάλες που ήταν το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της νόσου. Επίσης, οι ασθενείς απέφευγαν τα αλμυρά και τα ξινά, και μέσα στο σπίτι δεν μαγειρεύονταν όσπρια, ψάρι και κρέας.
Στη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας οι οικογένειες είτε είχαν άρρωστο, είτε όχι προσέφεραν κολλυβόζουμο, καρύδια και μελόπιτες – έχοντας την πίστη ότι τη βράσα θα την περάσουν όλοι, καλόπιαναν την αγία ώστε να την περάσουν ανώδυνα. «Νερόβρασα» ονόμαζαν την ασθένεια στην ελαφριά μορφή της, και για να μην προσβάλει τα ζώα κρεμούσαν στο μαντρί μια πλουμιστή πέτρα.
Σε μερικά μέρη του Πόντου είχε αρχίσει πριν από το 1922 ο εμβολιασμός (κοτζακίαμαν), ωστόσο σε μια «προσπάθεια» δημιουργίας αντισωμάτων, γονείς έστελναν τα παιδιά τους στα σπίτια άρρωστου παιδιού: «Έλα και σ’ εμέτερα. Με το καλόν να έρχεσαι και με το καλόν να πας», έλεγαν.
- Με πληροφορίες από την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.