Ο λογοτέχνης Δημήτρης Φωτιάδης ασχολήθηκε αρκετά με την ιστοριογραφία της Επανάστασης του ’21. Το 1979, σε εισαγωγικό σχόλιό του σε έκδοση των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη, γράφει: «Αν υπήρχε στον τόπο μας κράτος, που θα νοιαζόταν για αληθινή εθνική παιδεία, θα έπρεπε να έχει τ’ Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη στα σχολειά μας, σαν το κύριο νεοελληνικό ανάγνωσμα». Και τότε που το ’γραφε αυτό ο Φωτιάδης, αλλά και σήμερα, είμαστε στον ίδιο παρονομαστή: Δεν υπάρχει κράτος που νοιάζεται για αληθινή εθνική παιδεία.
Το κράτος μας, άκρως προβληματικό κι αναποτελεσματικό όπως είναι, αντιλαμβάνεται την παιδεία αλλιώς.
Σίγουρα όχι ως αληθινά εθνική∙ αληθινή κι εθνική. Η διττή αστοχία, μάλιστα, ίσως να είναι αναπόδραστα αμφίδρομη, αν πιστέψει κανείς την ρήση του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές».
Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι σχολαστικό το ζήτημα∙ να γίνουν σώνει και καλά, δηλαδή, τα γραπτά του στρατηγού «το κύριο νεοελληνικό ανάγνωσμα» στο σχολείο. Δεν είναι θέμα προγράμματος σπουδών, αλλά μάλλον θέμα ουσίας – και μάλιστα ζωτικό. Η παιδεία και στο σχολείο κι έξω από αυτό θα έπρεπε να εμφορείται από το πνεύμα του Μακρυγιάννη∙ να χτίζει και να προκόβει πάνω σ’ αυτή την παράδοση.
Αυτή η αντίληψη συνάδει με τις θέσεις του μεγάλου μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη, ήδη δημοσιευμένες από το 1937 σε άρθρο του με τίτλο «Ελληνική Γλώσσα» στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Κατά τον νομπελίστα ποιητή μας, η γλώσσα μας –κι επομένως η λογοτεχνία που μορφώνει μικρούς και μεγάλους–, για να είναι γόνιμη πρέπει να αντλεί από την πεμπτουσία της παράδοσής μας. Κυρίως από τα δημοτικά κείμενα και τα τραγούδια κι από σπουδαία γραπτά όπως αυτά του Μακρυγιάννη.
Θέλει όμως προσοχή! Το στοιχείο αυτό δεν είναι κάτι εξωτερικό και στείρο, δεν αφορά μιμητισμούς σχημάτων και τεχνοτροπίες. Είναι ψυχή.
Είναι πνεύμα που αν το πιστεύουμε θα μας διαπνέει μυστικά και διακριτικά. Όπως γράφει ο Σεφέρης: αν είναι να μιμηθούμε την αυθεντικότητα των κειμένων της λαϊκής γλωσσικής μας παράδοσης, αυτό θα πρέπει να γίνει «όχι εξωτερικά καθώς έγινε κάποτε ως την κατάχρηση, αλλά στην εσωτερική του λειτουργία». Πάντως, όπως υποστηρίζει, σε αυτά «τα κείμενα θα πρέπει πάντα να γυρίζουμε∙ είναι ο γνώμονας και η βάση».
Έχει όμως άραγε αντίκρισμα η πρόταση κι η ελπίδα του Σεφέρη για την παιδεία, την πεζογραφία και την ποίησή μας σήμερα; Αυτή ή ίδια πρόταση είναι που τόσο γλαφυρά επικαιροποιείται κι αναλύεται και στο θαυμάσιο έργο του Ζήσιμου Λορεντζάτου Το τετράδιο του Στρατηγού Μακρυγιάννη (εκδ. Δόμος, 1984). Η απάντηση, βέβαια, είναι «όχι». Κυριάρχησαν και εν πολλοίς εξουσιάζουν το χώρο της λογοτεχνίας και της λεγόμενης διανόησης αυτοί που όχι απλώς αφίστανται του πνεύματος του Μακρυγιάννη, αλλά κατ’ ουσίαν το εχθρεύονται και το πολεμούν.
Μιλάω για κάτι κακούς ή μέτριους, αλλά μέχρις αηδίας υπερτιμημένους, «λογιότατους… μισομαθείς και άθρησκους», όπως τους χαρακτηρίζει κι ο Μακρυγιάννης. Αξίζει κανείς να διαβάσει το περιστατικό στο Οράματα και Θάματα, για να δει πώς βάζει κάτι τέτοιους στη θέση τους ο στρατηγός. Αξίζει να διαβάσει και το τι σέρνει στους όμοιους τους κι ο Λορεντζάτος στο βιβλίο του που ανέφερα πιο πάνω. Αλλά δεν είναι μόνον αυτοί – οι άθρησκοι.
Συνεργοί τους είναι και κάτι φαρισαίοι εξουσιαστές, κατ’ επίφαση θεοσεβούμενοι, αλλά στην πραγματικότητα θεομπαίχτες.
Γι’ αυτούς, ταιριάζει αυτό που γράφει ο Άγιος Ρωμανός ο μελωδός που είναι μια από τις δυνατότερες ποιητικές γραφίδες όλων των εποχών. Στον ύμνο του «Εις την Πέμπτην της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών» βάζει τον εξαποδώ να επευφημεί τους υποκριτές φαρισαίους λέγοντάς τους: «μόνον εν τω στόματι μισείτε με∙ και χαίρω εν τούτω τω σχήματι∙ πολλούς γαρ εκ τούτου συναρπάζετε».
Τι όμορφα που δομεί το Άγιο Πνεύμα την ελληνορθόδοξή μας παράδοση! Όπου θέλει πνέει, ελεύθερο ανάμεσα στους δημιουργούς. Τους εμπνέει διαχρονικά και δημιουργεί τόπους κοινούς στο έργο τους που αγγίζουν τις ψυχές και τις συγκινούν δυνατά. Οι διάλογοι με τον Άδη και τους νεκρούς μέσα στον ποιητικό λόγο, για ν’ αναφέρουμε ένα μικρό παράδειγμα, περνούν από τον Όμηρο, τον Λουκιανό και τον Άγιο Ρωμανό τον Μελωδό, στα δημοτικά μας τραγούδια και στο ρεμπέτικο.
Ένα απάνθισμα ωραίων στοιχείων της διαχρονίας του ελληνικού πνεύματος συγκεφαλαιώνει με τα πεπραγμένα, τους αγώνες, τη νοοτροπία, την πίστη του και τα γραπτά του ο Μακρυγιάννης. Δεν βλέπετε το ίδιο πνεύμα μέσα στο έργο των Παπαδιαμάντη, Μιχαηλίδη, Κόντογλου, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου, Γκάτσου και Μόντη; Δεν είναι αν διάβασαν τον Μακρυγιάννη κι επηρεάστηκαν∙ μιλάω για κάτι πολύ βαθύτερο και σχεδόν μεταφυσικό.
Ένα πράγμα που περισσότερο το νιώθεις στην καρδιά, παρά τ’ αντιλαμβάνεσαι διανοητικώς.
Καλύτερα είναι να δώσω κάποια σύγχρονα παραδείγματα, από τα λίγα εμφανή στις μέρες μας. Δείτε, ας πούμε, τον απίστευτο στίχο του Φίλιππου Γράψα στο τραγούδι «Αϊ-Γιώργης». Επίσης, τον στίχο του καλλιτέχνη της χιπ-χοπ Αρτέμη Φανουργιάκη στο τραγούδι «Ο μαρμαρωμένος». Τέτοια ψάξτε να βρείτε, για να πέσει λίγη βροχούλα μες στις ψυχές σας αδέρφια. Ότι μ’ αυτή την ξεραΐλα των ψευδολόγιων, ψευδολόγων αποδομητών, δεν πάει άλλο.