Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει αξιόλογο ποδόσφαιρο (όποιος βλέπει ευρωπαϊκούς αγώνες το αντιλαμβάνεται, όσο άσχετος και να είναι), η κοινωνία είναι εθισμένη με την ποδοσφαιρικοποίηση της πολιτικής. Κερδίσαμε, χάσαμε ή ήρθαμε ισοπαλία. Κάπως έτσι είδαμε και την επίσκεψη Μητσοτάκη στην Ουάσινγκτον. Όπως και τις επισκέψεις άλλων πρωθυπουργών. Κερδίσαμε, λοιπόν, ή χάσαμε;
Γενικώς, η επίσκεψη ήταν προβλέψιμη ως προς τα δημόσια συμπεράσματά της.
Και ως προς τους επαίνους και ως προς τις νέες αγορές πολεμικών όπλων και ως προς την δημόσια επιφύλαξη Τραμπ σε ό,τι αφορά την Τουρκία. Το τελευταίο ήταν και το πιο επίμαχο και προκάλεσε την –δύσκολα αποκρυπτόμενη– ικανοποίηση της αντιπολίτευσης.
Ο Τραμπ αποφεύγει να έρθει σε αντίθεση με τον Ερντογάν για σημαντικά ζητήματα που αφορούν στη χώρα του και αποπέμπει από το Λευκό Οίκο υψηλούς συνεργάτες του για τα μάτια του Τούρκου προέδρου, θα το κάνει για την Ελλάδα; Αποκλείεται. Το γιατί αποτελεί ένα μυστήριο, αν δεν θέλει να πιστέψει κανείς τον πρώην σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον που μίλησε για επιχειρηματικά συμφέροντα του Αμερικανού προέδρου. Δηλαδή η μόνη υπερδύναμη είναι αιχμάλωτη του προέδρου της.
Όπως και δεν πρέπει να είναι κανείς σίγουρος ότι ο Τραμπ θα τηρήσει αυτά που υποσχέθηκε, αν κάτι υποσχέθηκε. Βεβαίως, δεν του κοστίζει να ενεργοποιήσει τους διπλωματικούς μηχανισμούς του ώστε να επιδιώξει μια εκτόνωση της έντασης Ελλάδας-Τουρκίας με μεγάλη πιθανότητα αποτυχίας. Το ζήτημα είναι σε ποια βάση θα το κάνει.
Ήδη εξαγγέλθηκε ότι ο υπουργός εξωτερικών Μάικ Πομπέο θα αναλάβει σχετική διπλωματική πρωτοβουλία.Το θέμα είναι σε ποια βάση θα αναληφθεί η πρωτοβουλία.
- Να ικανοποιηθούν οι προκλήσεις της Τουρκίας και να ηρεμήσουν τα πράγματα;
- Ή, να προασπιστούν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, ακόμη και η κυριαρχία της χώρας. Διότι σε ορισμένα νησιά αμφισβητείται και αυτή.
Δεν υπάρχει μέση λύση. Κυριαρχικά δικαιώματα είτε έχεις είτε δεν έχεις. Το «έχεις και δεν έχεις» είναι απλώς για να θολώνουν τα νερά.
Το ζήτημα συμμετοχής της Τουρκίας στα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου είναι μάλλον αποφασισμένο. Το θέμα είναι να διευθετηθούν οι λεπτομέρειες. Και λεπτομέρειες θεωρούνται οι ανησυχίες πώς θα περάσει στην ελληνική και κυπριακή κοινή γνώμη. Αν κρίνει κανείς από το πώς συμπεριφέρονται οι ισχυρές δυνάμεις –ή όσοι αισθάνονται ισχυροί– απέναντι στο Διεθνές Δίκαιο και τους διεθνείς οργανισμούς, το συμπέρασμα είναι εύκολο. Δεν υπάρχει παγκόσμια τάξη που να βασίζεται στο δίκαιο. Το δίκαιο ανήκει στον ισχυρότερο. Η περιφερειακή Τουρκία το επιβεβαιώνει με τη συμπεριφορά της. Απειλώντας και προβάλλοντας τη στρατιωτική της δύναμη έχει αναγκάσει μικρές, μεσαίες και μεγαλύτερες χώρες, καθώς και ενώσεις κρατών όπως της Ευρώπης, να την αποδεχθούν όπως είναι και να αποφύγουν οποιαδήποτε αντιπαράθεση μαζί της. Και η Τουρκία με αυτήν τη συμπεριφορά δημιουργεί καταστάσεις που τις αποδέχονται όλοι.
Για να είμαστε σαφείς: Δημόσια δήλωση του είδους «όποιος τα βάλει με την Ελλάδα θα έχει να κάνει μαζί μου» δεν πρόκειται να γίνει από κανέναν.
Από εκεί και πέρα η διαχείριση της Τουρκίας σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που αφορούν την Ελλάδα και την περιοχή είναι, πράγματι, μια σύνθετη περίπτωση. Αλλά όσο σύνθετη και να είναι, η βάση εκκίνησης είναι απλή. Διαχείριση της Τουρκίας για να δώσουμε χωρίς να θεωρηθεί ενδοτισμός ή διαχείριση μιας κρίσης ώστε να διαφυλάξουμε την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας; Πολύ φοβάμαι πως συνεχόμενες κυβερνήσεις σκέπτονται με την πρώτη εκδοχή.
Η δεύτερη χρειάζεται ηγεσία με όραμα, μια εθνική αστική τάξη, ξεκαθαρισμένο το τι θέλουμε και πώς μπορούμε να το επιδιώξουμε, σοβαρή ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων για να αυξήσουν την αποτρεπτική τους ικανότητα, ισχυρή οικονομία, εξοικείωση και επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες, δυνατότητα παραγωγής οπλικών συστημάτων ώστε να μην εξαρτιέσαι από ξένες δυνάμεις σε κρίσιμες στιγμές, αναπτυγμένη παιδεία, αίσθημα κοινωνικής συνοχής, αντίληψη ενιαίας κοινότητας, αίσθηση και αποφασιστικότητα υπεράσπισης της κυριαρχίας της χώρας και των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
Τίποτε από αυτά δεν συντρέχει στην Ελλάδα. Αντιθέτως, ακούμε τελευταία διάφορες πομφόλυγες με στόχο τη διαχείριση μιας ευκολόπιστης κοινής γνώμης που έχασε κάθε εμπιστοσύνη στους ταγούς της πολιτείας. Ειπώθηκε, μάλιστα, πως η χώρα εξήλθε από την κρίση, αναπτύσσεται, και διεκδικεί να γίνει περιφερειακή δύναμη!
Η ελληνική κοινωνία –και κυρίως τα κοινωνικά στρώματα που αυτοπροσδιορίζονται ως πνευματική και πολιτική ελίτ– πρωταγωνιστεί στην αποδόμησή της ως έθνους και εθνικού κράτους. Τα εθνικά κράτη γίνονται σιγά-σιγά παρελθόν ως ουσιαστικές λειτουργίες και οσονούπω μπορεί να έχουν την ίδια μοίρα και ως πολιτειακές δομές της διεθνούς κοινωνίας.
Η Ελλάδα έχει ενταχθεί στην ευρύτερη δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την οποία είχε οφέλη αλλά και ζημίες. Στην παρούσα φάση η Ελλάδα χρησιμοποιείται από την Ένωση ως «αποθήκη ψυχών». Είναι μια αδύναμη και ευάλωτη χώρα, με ευθύνη κυρίως της πολιτικής ηγεσίας της. Και δυστυχώς, όσο περνούν τα χρόνια η πολιτική ηγεσία γίνεται χειρότερη παρά καλύτερη σε σχέση με το παρελθόν.
Τα εθνικά κράτη έχουν τελειώσει. Και ω του θαύματος, η ιστορία δεν δικαιώνει τον ιστορικό υλισμό των Μαρξ-Ένγκελς. Δεν ξέρω αν η ιστορία έχει νόμους κίνησης, αλλά και αν διαθέτει είναι χαοτικοί και όχι ντετερμινιστικοί.
Οι βασικές δομές της παγκόσμιας γεωγραφικής και γεωπολιτικής τάσης είναι τρεις. Μητροπολιτικά κέντρα για τους νέους αστούς, περιφερειακή περιθωριοποίηση για τις μεσαίες και ασθενέστερες τάξεις, πόλεις κράτη ως ουσιαστική λειτουργία και όχι πολιτειακή αυτονόμηση.
Και εδώ είναι το σημείο που αφορά το δεύτερο μέρος του τίτλου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πέραν των προσπαθειών του να αναζητήσει στις ΗΠΑ προστάτη για τα εθνικά μας θέματα, επιδίωξε να πείσει ότι η Ελλάδα αποτελεί προνομιούχο χώρο για επενδύσεις. Δεν θα λειτουργήσω αντεθνικά αναφέροντας τι λένε όσοι μπαίνουν στην περιπέτεια να επενδύσουν στην Ελλάδα, αλλά το ζήτημα των επενδύσεων και το πού και πώς θα γίνουν δεν αφορά μόνο τον πρωθυπουργό.
Ο πρωθυπουργός και όλο το πολιτικό απαράτ ενδιαφέρονται μόνο για το κέντρο. Η περιφέρεια τους είναι αδιάφορη, με την έννοια πως αν γίνει επένδυση στο κέντρο θα υπάρξουν και οφέλη για την περιφέρεια. Όχι μόνο πρόκειται για λάθος, αλλά και για ιδεολογική προώθηση της αντίληψης ότι χώρες όπως η Ελλάδα δεν μπορούν να έχουν περισσότερα του ενός μητροπολιτικά κέντρα. Ακόμη και σε επιχειρηματίες της περιφέρειας έχει διαχυθεί αυτή η αντίληψη. «Κάτι θα πάρουμε κι εμείς» είναι η επωδός τους.
Η ιδεολογία αυτή τα θέλει όλα στην πρωτεύουσα. Δεν είναι πλέον μόνο ελληνική αντίληψη, αλλά παγκόσμια τάση. Απλώς, σε μεγάλες χώρες τα μητροπολιτικά κέντρα μπορεί να είναι περισσότερα του ενός. Είναι η νέα μορφή αποικιοκρατίας, αυτήν τη φορά πόλεων, και όχι κρατών, όπως όταν το φαινόμενο άνθησε τον 17ο αιώνα.
Αναδύεται, δηλαδή, η νέα μορφή της πόλεως-κράτους. Και εδώ βρίσκεται το νέον πεδίον δόξης λαμπρόν.
Το εύλογο ερώτημα είναι τι γίνεται με τις πόλεις εκτός του κέντρου, όπως η Θεσσαλονίκη. Δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί κανείς ούτε να παροτρύνει επενδύσεις στη Θεσσαλονίκη αν δεν ενδιαφερθεί η πολιτική και οικονομική της ηγεσία. Δήμαρχος, περιφερειάρχης, υφυπουργός Εσωτερικών (Μακεδονίας-Θράκης) ας αναζητήσουν αυτόνομα τρόπους ανάπτυξης της πόλης. Η Θεσσαλονίκη έχει καταντήσει ένα μεγάλο χωριό και συνεχώς απαξιώνεται.
Πρώτη προτεραιότητά τους πρέπει να είναι η προσέλκυση επενδύσεων. Χωρίς οικονομική ανάπτυξη τίποτε δεν γίνεται. Και η ιστορία έχει δείξει πως οι πόλεις που ευημερούν είναι αυτές που αναπτύσσουν, σε κάθε εποχή, την κυρίαρχη μορφή οικονομίας.
Θα αναφέρω δύο παραδείγματα υποβάθμισης θεσμών που λειτουργούσαν αποτελεσματικά στη Θεσσαλονίκη και επειδή ενοχλούσαν την Αθήνα τούς απαξίωσε.
Το πρώτο ήταν το υπουργείο Μακεδονίας Θράκης. Αντί να αναβαθμιστεί ώστε να καταστεί πόλος βοήθειας για την οικονομική ανάπτυξη της περιφέρειας, υποβαθμίστηκε από υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης σε υφυπουργείο Εσωτερικών. Χωρίς καμιά ουσιαστική αρμοδιότητα.
Το δεύτερο είναι αυτή η γελοιότητα με το καθεστώς της ΕΡΤ3. Είχαμε καταφέρει να γίνει ένα δυναμικό μέσο προβολής της περιφέρειας. Σήμερα και για το χαρτί υγείας αποφασίζει η Αθήνα. Για τον ΟΑΣΘ και το ενδιαφέρον του ελληνικού κράτους να λειτουργήσει καλύτερα να μην μιλήσω.
Πού βρίσκεται ο λαός της πόλης; Αν του τα επισημάνεις θα σου απαντήσει: και τι με ενδιαφέρει εμένα;
Όλα τα δυναμικά στοιχεία μιας κοινωνίας συρρέουν εκεί που έχει οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό ενδιαφέρον. Η Θεσσαλονίκη, αν συνεχίσει όπως σήμερα, πολύ σύντομα θα γίνει μια πόλη νεκρή, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Σε μια εποχή που, όπως επισήμανα παραπάνω, οι πόλεις ή θα αναλάβουν δραστηριότητες που είχαν τα εθνικά κράτη ή θα εκλείψουν από το γεωγραφικό χάρτη.
Κακά τα ψέματα, η αντιπαράθεση δεν είναι πλέον μεταξύ εθνικών κρατών. Είναι μεταξύ μιας παγκόσμιας, συνεχώς μετακινούμενης ολιγαρχίας, και των εδραιωμένων στον τόπο τους ασθενών τάξεων. Και, βεβαίως, είναι και αντιπαράθεση πόλεων.
Όποιος καθεύδει θα μείνει εκτός νυμφώνος.