Ας ξεκινήσουμε από μια βασική παραδοχή: «Η πλανητική υπερδύναμη δεν είναι ελέφαντας ο οποίος εισέρχεται σε μια περιφέρεια του πλανήτη και πατά άκριτα ό,τι βρεθεί στο διάβα του». Οι ΗΠΑ εν προκειμένω συγκροτούνται από ένα δαιδαλώδες σύστημα λήψης αποφάσεων, το οποίο έχει περιγράψει σε πλήθος κειμένων του ο Παναγιώτης Ήφαιστος και επ’ ουδενί αποτελεί απόσταγμα θεσφάτων κανόνων ως προς το επιχειρησιακό και τακτικό σκέλος του. Οι μόνοι απαράβατοι κανόνες του είναι δύο:
- Η εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος, υπό την έννοια ότι όποια πρόταση και αν κατατίθεται, είναι πάντοτε και κατ’ αποκλειστικότητα με αυτόν το γνώμονα.
- Η υψηλή στρατηγική των ΗΠΑ, ήτοι το μακροχρόνιο πλαίσιο εξυπηρέτησης σκοπών και επίκλησης μέσων όπως έχει ορισθεί από πλήθος αναλυτών και αφορά την αποφυγή πολιτικής, οικονομικής, εμπορικής, βιομηχανικής και κατ’ επέκταση στρατηγικής ενοποίησης του ευρασιατικού χώρου υπό έναν ηγετικό δρώντα.
Κατά τα λοιπά, οι εναλλακτικοί σχεδιασμοί ποικίλλουν και αγγίζουν το σύνολο των πτυχών της πλανητικής θέσης της υπερδύναμης. Ο λόγος της συγκεκριμένης πολυχρωμίας προτάσεων σχετίζεται με τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορούν να εξυπηρετηθούν οι μείζονες στρατηγικοί στόχοι, αλλά και τις διαφορετικές προτεραιότητες κάθε ομάδας πίεσης (lobby) ή τις ετερόκλητες καταβολές κάθε γραφειοκρατικής ομάδας (υπουργείο Εξωτερικών, υπουργείο Εθνικής Άμυνας, αρχηγοί επιτελείων κ.ο.κ.). Ας θυμηθούμε τι έλεγε ο Χένρι Κίσινγκερ για την αμερικανική πολιτική εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, η οποία κάθε άλλο παρά θύμιζε «ελέφαντα» ή «ταύρο εν υαλοπωλείο»:
«Οφείλαμε να παραμείνουμε εγκρατείς στις διαβουλεύσεις μας με την ΕΣΣΔ. Αν γινόμασταν πολύ θερμοί, τότε τα ευρωπαϊκά κράτη θα φοβόντουσαν μια αμερικανοσοβιετική συμφωνία. Αυτό θα προκαλούσε πολλαπλές αντιδράσεις εκ μέρους τους να προστατεύσουν τους εαυτούς τους κάνοντας τις δικές τους διευθετήσεις με την ΕΣΣΔ. Όμως, κατά παράδοξο τρόπο, το ίδιο θα συνέβαινε αν οι ΗΠΑ παρέμεναν στα χαρακώματα του Ψυχρού Πολέμου. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα έτειναν να εμφανίζονται στην κοινή γνώμη των χωρών τους ως “διαμεσολαβητές” μεταξύ δύο πολεμοχαρών υπερδυνάμεων. Οι ΗΠΑ όφειλαν να εφαρμόσουν προσεκτική πολιτική ως προς τη Σοβιετική Ένωση: αρκετά ισχυρή ώστε να συγκρατήσει το ενδιαφέρον στην κοινή άμυνα, και αρκετά ευέλικτη ώστε να αποτρέπει τους συμμάχους από το να συνδιαλέγονται με τη Μόσχα».
Τρόπον τινά, η εξίσωση δεν ήταν απλή για τις ΗΠΑ αλλά τα μέρη της εξίσωσης ορίζονταν με απλό τρόπο. Βάσει αυτής υπήρχε ένας βασικός αντίπαλος (ΕΣΣΔ) και μια εμβόλιμη γεωγραφική ζώνη όπου η Ουάσινγκτον είχε αναλάβει το ρόλο του υπερπόντιου εξισορροπητή.
Η εν λόγω ζώνη αποτελούνταν από κράτη (ευρωπαϊκά), των οποίων η δέσμευση στο αμερικανικό άρμα εξασφαλιζόταν μέσω «μαστίγιου και καρότου», δηλαδή μέσω σοβιετικής απειλής και αμερικανικής στήριξης.
Θα τιμωρούνταν ποτέ η Γαλλία για τις πυρηνικές φιλοδοξίες της; Θα «πατούσε ο ελέφαντας» τη Γερμανία σε ενδεχόμενο στραβοπάτημά της; Προφανώς δεν αναφερόμαστε σε στρατηγικά αναλώσιμους μικρούς παίκτες όπως η Ελλάδα, αλλά οι ΗΠΑ θα εκμηδένιζαν ή θα τολμούσαν έστω να εξουθενώσουν ένα κράτος εμπροσθοφυλακής στον ανταγωνισμό τους με τους Σοβιετικούς; Από την άλλη πλευρά, θα του έδιναν γη και ύδωρ, τη στιγμή που ήξεραν ότι τοιουτοτρόπως θα το καθιστούσαν επικίνδυνα αυτόνομο ή ένα κακό παράδειγμα προς μίμηση από τους υπόλοιπους αντίστοιχα πολύτιμους συμμάχους;
Τα παραπάνω προφανώς δεν είναι ευθύγραμμα. Οι απειλές και η επιθετική ρητορική ακόμη και μεταξύ συμμάχων αποτελούσαν μέρος της ημερήσιας διάταξης, αλλά εντέλει μετρούσαν: α) η γεωπολιτική αξία, β) η στρατηγική κουλτούρα και εν συνεπεία βούληση του αδυνάμου, και γ) η στρατηγική εξάρτηση της «επισπεύδουσας» Ουάσινγκτον. Οι αρκούντως «ισχυροί ανίσχυροι» προχωρούσαν έως εκεί που τους επέτρεπε η στρατηγική συγκυρία, ενώ οι αναλώσιμοι γίνονταν πιόνια εν ονόματι της «διατήρησης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ». Θυμίζει λίγο την «Αόρατη Αρχή» της Φιλικής Εταιρείας… Πίστη και νομιμοφροσύνη σε μια ελπίδα που ενδεχομένως να αποδειχθεί φρούδα.
Ενώπιον των ίδιων προκλήσεων βρισκόμαστε και σήμερα. Η στρατηγική συγκυρία ευνοεί την Τουρκία; Η Ελλάδα θα λάβει θέση αναλώσιμου; Το βέβαιο είναι ότι το σύστημα είναι σε μετάβαση, με την αλλαγή να είναι καθοριστικής σημασίας καθώς εφάπτεται πλήρως με το σχετικό ορισμό του Ρόμπερτ Γκίλπιν: «Αλλαγή στο σχετικό κόστος των αντικειμενικών σκοπών ασφαλείας και αντίστοιχων σκοπών ευημερίας ή μια αλλαγή στην ισχύ και στον πλούτο του κράτους συνήθως προκαλεί αντίστοιχη αλλαγή στην εξωτερική πολιτική του».
Τουτέστιν, η τουρκική στρατηγική συμπεριφορά μεταβάλλεται γιατί οι συσχετισμοί ισχύος μεταβάλλονται κατά τρόπο καταιγιστικό και τείνοντα προς παγίωση, με καταλυτική ευθύνη και της ελληνικής πλευράς.
Όταν φθάσουμε στην παγίωση της κατάστασης μέσω νομικών και πολιτικών τετελεσμένων ή ακόμη και στρατηγικών (π.χ. ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου από την Άγκυρα), τότε δυστυχώς θα είναι πολύ αργά. Ο Ερντογάν προς το παρόν κερδίζει χρόνο όπως έπραξαν αρκετοί άλλοι ηγέτες στην παγκόσμια ιστορία, το θέμα είναι πώς εμείς θα καταφέρουμε να κινητοποιήσουμε τους αναγκαίους εξισορροπητικούς πόρους, με άξονα πρωτίστως την επανασταθεροποίηση του συστήματος. Η στρατηγική του κατευνασμού οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μια κατάσταση όπου η Ελλάδα θα αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να λάβει μέτρα, αλλά πλέον θα είναι αδύναμη να τα επιβάλει.