Το Ελσίνκι ήταν μια φαινομενικά ευφυής κίνηση, ένας διπλωματικός ελιγμός για να παραπεμφθούν τα λεγόμενα ελληνοτουρκικά προβλήματα στις Βρυξέλλες, να «απορροφηθεί» από τους θεσμικούς μηχανισμούς αλλά και από όλες τις χώρες της ΕΕ η τουρκική επιθετικότητα, και ταυτοχρόνως να πάψει η Ελλάδα να είναι η χώρα που σήκωνε για περίπου είκοσι χρόνια το βάρος του μπλοκαρίσματος των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ.
Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στις διεθνείς συμφωνίες και τα κοινά ανακοινωθέντα, τα οποία, κατά τον Δημήτρη Κωνσταντακόπουλο, τις περισσότερες φορές (τουλάχιστον την τελική τους μορφή) τα γράφουν ξένοι διπλωμάτες, στις λεπτομέρειες κρύβεται ο… διάβολος.
Όσον αφορά το Ελσίνκι, ενώ η επίσημη θέση της Ελλάδας είναι διαχρονικά ότι το μόνο πρόβλημα που έχουμε με την Τουρκία, το οποίο χρήζει διευθέτησης, είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και όχι ζητήματα που άπτονται της εθνικής μας κυριαρχίας, στο Κείμενο Συμπερασμάτων της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι, 10 και 11 Δεκεμβρίου 1999, στην ουσία δεχτήκαμε, έστω και διά της τεθλασμένης, και ρύθμιση συνοριακών διαφορών και άλλων συναφών θεμάτων!
Συγκεκριμένα, το Κείμενο Συμπερασμάτων στην Παράγραφο Ι4 αναφέρει:
«Τα υποψήφια κράτη συμμετέχουν στη διαδικασία προσχώρησης επί ίσοις όροις. Πρέπει να συμμερίζονται τις αξίες και τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως ορίζονται στις Συνθήκες. Εν προκειμένω, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τονίζει την αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και παροτρύνει τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων. Άλλως, θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Το αργότερο στα τέλη του 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά, ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις στην ενταξιακή διαδικασία προκειμένου να προαγάγει την επίλυσή τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου…».
Για να αντιληφθούμε τη διολίσθηση από την εθνική θέση περί ύπαρξης ενός και μόνο προς επίλυση προβλήματος με την Τουρκία, και της παραπομπής του σε διεθνές δικαστήριο σε περίπτωση αδιεξόδου, αυτό της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και μόνον, να θυμίσουμε ότι ο Κ. Σημίτης είχε δεχτεί από το 1997 με το Κοινό Ανακοινωθέν της Μαδρίτης και την ύπαρξη ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο, που και μόνο η επίκληση υπεράσπισής τους νομιμοποιεί το Casus belli.
Λέει λοιπόν το Κοινό Ανακοινωθέν:
«Και οι δύο χώρες θα αναλάβουν προσπάθεια να ακολουθήσουν διμερείς σχέσεις που θα βασίζονται σε: […]
»- Σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία τους.[…]»
Άρα, αφού δεχτήκαμε το 1997 ότι η Τουρκία έχει νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο, «με μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική της κυριαρχία», ήλθαμε το 1999 και αναγνωρίσαμε ότι έχουμε και συνοριακές διαφορές, τις οποίες μάλιστα πρέπει να παραπέμψουμε στη Χάγη.
Όμως αυτός ο φαινομενικά ευφυής διπλωματικός ελιγμός, ακόμα και χωρίς τις παγίδες που αφορούν τις υποτιθέμενες συνοριακές διαφορές, που για την Τουρκία είναι τα διεκδικούμενα από αυτήν «152 νησιά του Αιγαίου, τα οποία δεν μεταβιβάστηκαν με κάποια συμφωνία στην Ελλάδα», θα λειτουργούσε υπό μία βασικότατη προϋπόθεση:
Ότι η Τουρκία θα είχε ως πρωταρχικό στόχο της εξωτερικής της πολιτικής την είσοδό της στην ΕΕ.
Αυτό ίσως υποχρέωνε τις κυβερνήσεις της Τουρκίας σε μια σειρά δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και ίσως σε κάποιες υποχωρήσεις από την εθνική της στρατηγική, που είναι η προσάρτηση της Δυτικής Θράκης και η κατάκτηση του μισού Αιγαίου και η διεκδίκηση στη συνέχεια του υπόλοιπου μισού.
Όμως, αν τότε η κυβέρνηση Σημίτη ρωτούσε έναν ειδήμονα στα περί Τουρκίας, εκείνος θα του έλεγε ότι η Τουρκία από τη δεκαετία του 1970 είχε αποφασίσει να μην γίνει ποτέ μέλος της ΕΟΚ, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε την αναγνώριση δικαιωμάτων στις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, κάτι που δεν αντέχει το τουρκικό κράτος, το οποίο εδράζεται στον σκληρό ρατσιστικό τουρκικό εθνικισμό, και αν δεχτεί εθνοθρησκευτικό πλουραλισμό, είναι βέβαιο ότι θα καταρρεύσει.
Άρα, ενώ τότε παρουσιάστηκε η Συμφωνία του Ελσίνκι ως διπλωματική νίκη με την οποία «την φέραμε» στους Τούρκους, στην ουσία μας την έφεραν οι Τούρκοι, αφού είχαν προαποφασίσει να μην εκπληρώσουν καμία από τις δεσμεύσεις που αναλάμβαναν και να τους έμεναν μόνο τα κέρδη, πράγμα που έγινε.
Και τώρα στην Ελλάδα ορισμένοι κάνουν μνημόσυνα για το Ελσίνκι, προσπαθώντας να ρίξουν σε άλλους τις ευθύνες, γιατί δεν ακολούθησαν τη «στρατηγική του Ελσίνκι», που δεν ήταν τίποτε άλλο από μια πορεία προς τη Χάγη, που θα έμπαιναν στο τραπέζι όλα όσα διεκδικεί η Τουρκία από την Ελλάδα.
Πάμε τώρα στη φιλολογία που έχει αναπτυχθεί εσχάτως για τη Χάγη.
Πρώτα απ’ όλα να αναγνωρίσουμε ότι η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ με την Τουρκία, είναι ένα άκρως δυσεπίλυτο πρόβλημα, κυρίως λόγω της γεωγραφικής ιδιαιτερότητας του Αιγαίου. Όμως, αν η Τουρκία ήταν μια κανονική χώρα, αυτό θα μπορούσε να λυθεί από τεχνικές επιτροπές.
Και αν αυτό δεν ήταν δυνατόν, τότε θα μπορούσαμε να παραπέμψουμε το θέμα στη Χάγη, με την υπογραφή συνυποσχετικού.
Όμως ενώ η Ελλάδα δέχεται ότι στο συνυποσχετικό θα πρέπει σαφώς να αναγνωρίζουν οι δύο χώρες ως δικαιοδοσία του δικαστηρίου μόνο την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών και ότι δεσμεύονται να εφαρμόσουν την όποια απόφαση του δικαστηρίου, η Τουρκία θα απαιτήσει να συμπεριληφθούν σ’ αυτό θέματα όπως «η κυριαρχία των 152 νησιών, η αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και το ότι τα ελληνικά νησιά δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα πέραν της αιγιαλίτιδος ζώνης, αφού “επικάθονται” πάνω στην τουρκική υφαλοκρηπίδα».
Εάν όμως μπούμε σ’ αυτήν τη διαδικασία, η Ελλάδα θα έχει υποστεί μια μείζονος σημασία εθνική ήττα, ενώ η Τουρκία θα έχει καταφέρει να εγγράψει έστω και στο προσχέδιο του συνυποσχετικού όλες τις διεκδικήσεις της.
Ποια είναι η εθνική ήττα;
Στο περίφημο Κοινό Ανακοινωθέν της Μαδρίτης δεν δεχτήκαμε μόνο ότι η Τουρκία έχει ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο και τα λοιπά απαράδεκτα. Δεχτήκαμε κι αυτό: «Δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξηγήσεις».
Τι σημαίνει αυτό και πού κρύβεται ο διάβολος.
Ότι δηλαδή θα αποφύγουμε να κάνουμε χρήση ενός καταφανώς και κατοχυρωμένου κυριαρχικού μας δικαιώματος, δηλαδή την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ.
Με το προσχέδιο του συνυποσχετικού για παραπομπή στη Χάγη, που μας οδηγούν αφρόνως συγκεκριμένοι πολιτικοί και ακαδημαϊκοί κύκλοι, οδηγούμαστε στην πλήρη απεμπόληση του δικαιώματος αυτού, αφού αλλιώς ορίζεται η υφαλοκρηπίδα με αιγιαλίτιδα ζώνη της Ελλάδας στα 12 ν.μ. και αλλιώς με 6 ν.μ. που είναι τώρα.
Αν δει κανείς το χάρτη του Αιγαίου με τα διεθνή ύδατα όταν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ., τότε διαπιστώνει ότι ακόμα και αν «περάσουν» οι θέσεις της Τουρκίας για την υφαλοκρηπίδα που δικαιούνται τα νησιά, η έκταση των διεθνών υδάτων που θα κληθεί να μοιράσει το διεθνές δικαστήριο, θα είναι μόλις το 18% ολόκληρου του Αιγαίου.*
Καλώ τους υπέρμαχους της Χάγης να ξαναδιαβάσουν το άρθρο και να εντοπίσουν τις λεπτομέρειες όπου κρύβεται ο τουρκοδιάβολος!
____
*Με 6 ν.μ. χωρικά ύδατα το 43,5% ανήκει στην Ελλάδα και το 7,5% στην Τουρκία, ενώ με 12 ν.μ. χωρικά ύδατα το 71,5% πηγαίνει στην Ελλάδα και μόλις 8,7% στην Τουρκία, ενώ το υπόλοιπο 19,8% γίνεται ανοιχτή θάλασσα (διεθνή ύδατα).