Λεπτομερής παρακολούθηση της ελληνοτουρκικής κρίσης οδηγεί σε απαισιόδοξα συμπεράσματα ως προς τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών του εθνικού κράτους όπως το γνωρίσαμε ως σήμερα.
Μια πλειάδα υποστηρικτών της αντίληψης «να τα διαπραγματευθούμε όλα προκειμένου να αποφύγουμε τη σύγκρουση» –αντίληψη που διαθέτει πρωθιέρεια αλλά και διαχέεται τεχνηέντως και από κυβερνητικά κέντρα για να διαμορφώσει κοινωνική συνείδηση– έχουν κατακλύσει τον δημόσιο βίο και τα κέντρα πολιτικής εξουσίας. Άλλωστε στην Ελλάδα η κυρίαρχη ιδεολογική αντίληψη είναι η κατάκτηση, κατοχή και νομή της εξουσίας ακόμη και στο ρόλο του μεταπράτη των επιδιώξεων ισχυρών δυνάμεων. Η χώρα δεν κατάφερε να διαμορφώσει τους πυλώνες που κρατούν συνεκτική και δυναμική μια κοινωνία: αστική τάξη, πολιτική ηγεσία, πνευματική πρωτοπορία. Σε όλα υστερεί. Και οι κοινωνίες με αυτές τις ελλείψεις διαμορφώνουν αυτό που οι αγγλοσάξονες ονομάζουν fail states.
Τώρα, πλέον, είναι αργά.
Η ελληνική κοινωνία έχει διχαστεί, όχι στο σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί» το οποίο εκστόμισε εν τη αφελεία του πρώην πρωθυπουργός, αλλά στη βάση της νέας διαχωριστικής γραμμής που τέμνει την παγκόσμια κοινωνία. Στους κερδισμένους και τους χαμένους. Στους από πάνω και τους από κάτω. Στους από κάπου και τους από οπουδήποτε. Και αυτός ο διαχωρισμός δεν αίρεται. Θα καθορίσει το μέλλον. Και το ερώτημα είναι αν καταφέρουμε να συνυπάρξουμε –και με ποιους όρους– ως συνεκτική κοινωνία οι μεν με τους δε.
Με καταλύτη τις νέες τεχνολογίες, η οικονομία παίρνει μορφές που επηρεάζουν το πολιτικό σύστημα. Την εποχή της φεουδαρχίας το σύστημα διακυβέρνησης ήταν η βασιλεία. Την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης αναδύθηκε η αστική τάξη που διαμόρφωσε και χρησιμοποίησε εθνικά κράτη τα οποία είχε ανάγκη για την ανάπτυξή της. Οι πολιτικοί θεσμοί ήταν η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, την οποία επί διακόσια χρόνια, ανάλογα με τη μορφή ανάπτυξης της αστικής τάξης, βίωσαν οι Δυτικές κυρίως κοινωνίες. Στη μεταβιομηχανική-μετακαπιταλιστική κοινωνία, όπου καταλύτης είναι οι νέες τεχνολογίες, το εθνικό κράτος θεωρείται εμπόδιο. Είναι μικρό και ξεπερασμένο για να χωρέσει τις ανάγκες των ευνοημένων. Επελέγη μια μορφή παγκοσμιοποίησης που μάλλον εξάντλησε τη δυναμική της. Αυτή η μορφή δημιούργησε κερδισμένους και χαμένους. Και, όπως παλαιότερα η Αριστερά διατυμπάνιζε το σύνθημα «ο εργάτης δεν έχει πατρίδα» επιδιώκοντας μια παγκόσμια κομμουνιστική κοινωνία, που αποδείχθηκε χίμαιρα, έτσι και τώρα, οι νέοι κυρίαρχοι δεν έχουν πατρίδα. Πατρίδα τους είναι όλος ο κόσμος, σύνθημα που διακινούν οι υποτακτικοί τους, αναμένοντας κάτι από το πλούσιο τραπέζι.
«Η παλαιά και νέα αστική τάξη εξήλθε από το πλαίσιο του εθνικού κράτους (όπου ασκείται η εθνική ανεξαρτησία και η κοινωνική αλληλεγγύη, έστω υποχρεωτικώς), οχυρώθηκε στις παγκοσμιοποιημένες μητροπόλεις-φρούρια, και ασκώντας μια εξουσία εξαρτημένη άμεσα από το υπερεθνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα εγκατέλειψε το δημόσιο συμφέρον», γράφει ο Κριστόφ Γκιλουί στο βιβλίο του No society – Το τέλος της μεσαίας τάξης της Δύσης που μεταφράστηκε και στα ελληνικά. Όπως γράφει, «αφού αυτοανακηρύχθηκαν εκπρόσωποι της ανοιχτής κοινωνίας και της συνύπαρξης, οι κυρίαρχες και ανώτερες τάξεις του 21ου αιώνα πραγματοποίησαν μέσα σε λίγες δεκαετίες αυτό που καμιά αστική τάξη δεν είχε κατορθώσει προηγουμένως: να αποστασιοποιηθούν χωρίς συγκρούσεις, ούτε βιαιότητες από τις λαϊκές τάξεις».
Οι παλιοί διαχωρισμοί παρέδωσαν το πνεύμα. Οι νέοι διαχωρισμοί είναι πλέον ορατοί.
Στο εξής δεν αντιπαραθέτουν, όπως στον παλιό κόσμο, την Αριστερά με τη Δεξιά, την εργατική τάξη με τα αφεντικά, τους αγρότες με τους κατοίκους των πόλεων, αλλά τους κερδισμένους ή προστατευμένους από την παγκοσμιοποίηση με τους χαμένους και/ή ευάλωτους, τους μετακινούμενους απέναντι στους μόνιμα εγκατεστημένους, τις νέες ανώτερες τάξεις με τις νέες λαϊκές τάξεις, «τους ανθρώπους από κάπου ενάντια στους ανθρώπους από το πουθενά», όπως έγραψε στο δικό του εντυπωσιακό βιβλίο The road to somewhere ο Ντέιβιντ Γκουντχαρτ. «Somewheres versus Anywheres».
Και αν δεν έφυγαν από τον τόπο που θεωρούσαν κάποτε πατρίδα τους, οι «κερδισμένοι» κλείνονται στις περιφρουρούμενες και ευνοημένες μητροπόλεις, μακριά από τους «ξεδοντιάρηδες», όπως τους αποκάλεσε ο Φρανσουά Ολάντ, τους «basket of deplorables» της Χίλαρι Κλίντον (ένα συμμάζεμα αξιοθρήνητων ρατσιστών, σεξιστών, ομοφοβικών, ξενοφοβικών, ισλαμοφοβικών), τους εθνικιστές και φασίστες, όπως τους αποκάλεσε ο Τσίπρας. Μακριά από τους «there is no society» της Θάτσερ.
Αυτούς που αν δεν υπάρχουν δεν συγκροτείται κοινωνία. Που τονίζουν την παρουσία τους ως «Κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία, Brexiteers ή leavers στη Μεγάλη Βρετανία, ψηφοφόροι του ανεκδιήγητου Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, διαδηλωτές στη Χιλή, τον Λίβανο, το Ιράκ, ψηφοφόροι του Μπέπε Γκρίλο και του Σαλβίνι στην Ιταλία, όσοι αναζητούν μιαν υπόσταση στην Ελλάδα και αρνούνται να τα διαπραγματευτούν όλα. Όχι διότι θέλουν πόλεμο, αλλά διότι διεκδικούν τον δικό τους τόπο. Που αν τον χάσουν, χάθηκαν.
Αυτή η μάχη είναι που διεξάγεται, με άνισους όρους, στο εσωτερικό της χώρας. Διότι οι «κερδισμένοι» τα έχουν όλα και οι «χαμένοι» τίποτε.
Γι’ αυτό τα σαλπίσματα των «χαμένων» φαίνεται να είναι τα τελευταία, και οι ίδιοι σαν νικημένοι στρατιώτες.
Αυτή η διαφοροποίηση άρχισε αρκετά νωρίς. Με το τέλος της «ευτυχούς τριακονταετίας» (1945-1975).
Τη διαμόρφωση αυτής της μη προνομιούχας κατηγορίας είχε συλλάβει ο «τρισκατάρατος» Ανδρέας Παπανδρέου, γι’ αυτό και είχε εμβέλεια ο πολιτικός του λόγος.
Δεν ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου που… «παραπλάνησε» την κοινωνία. Ήταν η κοινωνία των «μη προνομιούχων» που αναζήτησε πολιτική έκφραση, όπως κάνει και σήμερα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου συγκράτησε το ριζοσπαστισμό της. Σήμερα τα περιθωριοποιημένα στρώματα που γιγαντώθηκαν με την εξάλειψη και της μεσαίας τάξης αναζητούν τον ηγέτη τους.
Γι’ αυτό η κακή διαχείριση της ελληνοτουρκικής κρίσης από τον Μητσοτάκη θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του. Όπως κύκνειο άσμα του Τσίπρα στάθηκε το Σκοπιανό.
Στην Ελλάδα που ανήκει στις μικρές χώρες, οι ευνοημένες κοινωνικές κατηγορίες και το κύριο σώμα των ιδεολογικών εκφραστών τους έχει περιχαρακωθεί μόνο στην πρωτεύουσα. Η αντίθεση της ελληνικής περιφέρειας με το κέντρο υποβόσκει. Δεν έχει εκφραστεί ηχηρά ακόμη, αλλά υπάρχει κεκαλυμμένη σε έντονο βαθμό. Η αντίθεση αυτή, όπως και η προηγούμενη, δεν έχει ιδεολογικά χαρακτηριστικά αν και το ελληνικό κέντρο εκπέμπει μια ιδεολογία. Αυτή που εκφράζεται από τις εκπομπές των αθηναϊκών καναλιών. Ένα χαζοχαρούμενο «δήθεν» που αυτοαναπαράγεται και διαχέεται διά της βίας, μέσω ακόμη και διοικητικών επιβολών.
Αυτή η έλλειψη ιδεολογίας με την έννοια του way of life (τρόπου ζωής) ρευστοποιεί ακόμη περισσότερο την ελληνική κοινωνία.
Υπάρχουν δύο τομείς στους οποίους η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι πρωτοπόρα στον κόσμο. Ο ένας είναι οι κλασικές σπουδές και ο άλλος οι νέες τεχνολογίες. Οι κλασικές σπουδές για να γίνει παγκόσμιο σημείο αναφοράς κάτι που θα της προσέδιδε ήπια ισχύ, και οι νέες τεχνολογίες για την πειραματική υλοποίηση των αναλύσεων του Θουκυδίδη.
Η χώρα αφέθηκε στο έλεος ελαφρών αφηγημάτων που την οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. Ήταν –και είναι– σε θέση να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να διεκδικήσει με αξιοπρέπεια την ύπαρξή της. Μια μέτρια ηγέτιδα τάξη (πολιτική, οικονομική και πολιτισμική) από το1996 κι εδώ την εγκατέλειψε στις φαντασιώσεις της σαν και αυτές που ο Φουκουγιάμα ονόμασε «το τέλος της ιστορίας».
Ο Αμερικανός φιλόσοφος δεν χρειαζόταν παρά ένα νέο βιβλίο για να αναθεωρήσει. Η Ελλάδα όμως και ο λαός της υφίστανται τρομερή προσβολή της ιστορίας τους και της σημερινής ύπαρξής τους.
Ας ελπίσουμε πως τη νέα χρονιά οι εξελίξεις θα είναι αξιοπρεπέστερες. Και η ανάγκη αυτή θα συσπειρώσει όλους. Για να ξαναδημιουργηθεί κοινωνία.