Η πολυπαραγοντική μέτρηση στην επιστήμη αποτελεί μια εξαιρετικά δυσχερή διαδικασία, η οποία όμως είναι αναγκαία για να φθάσουμε στην πολυπόθητη πρόβλεψη. Οι διεθνολόγοι μετρούν αλλά όχι τα πάντα, και γι’ αυτό αδυνατούν να προβλέψουν με ακρίβεια. Παρομοίως οι σεισμολόγοι (δεν είμαι ειδικός και ας μου συγχωρεθεί η αναφορά) φαίνεται ότι επίσης αδυνατούν να προβλέψουν επακριβώς, παρά το γεγονός ότι ως θετική επιστήμη μετρά και θέτει στο επίκεντρο τα Μαθηματικά και τη Φυσική. Τέλος, οι δημοσκόποι μετρούν αλλά –εκτός του ότι η ανάλυσή τους είναι επίσης πολυπαραγοντική και δυσχερής– βρίσκονται υπό τη μέγγενη των κομματικών πολιτικών, καθώς τα ευρήματά τους επηρεάζουν(;) τη μοίρα των πολιτικών ελίτ.
Η συγκεκριμένη επιστημολογική συζήτηση και οι δυνατότητες ποσοτικοποίησης ανθρωποκεντρικών μεταβλητών έχει δαιδαλώδεις διαδρόμους και δεν είναι επί του παρόντος, ενώ θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε άλλους επιστημονικούς κλάδους.
Η αναφορά σε αυτήν γίνεται με αφορμή τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών στο Ηνωμένο Βασίλειο και με βάση πάντοτε τις γνωστές παθογένειες της «δημοκρατίας της Δύσης», που μάλλον φαίνεται να είναι «δημοκρατία σε δύση», όπως είχε επισημανθεί και παλαιότερα.
Το Εργατικό Κόμμα υπέστη τη μεγαλύτερη ήττα του από τη δεκαετία του 1930, το Συντηρητικό Κόμμα πέτυχε τη μεγαλύτερη νίκη του από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ, αλλά οι δημοσκόποι επέμεναν να λένε μέχρι τελευταία στιγμή ότι «η ψαλίδα κλείνει». Το αποτέλεσμα των βρετανικών εκλογών ήταν ένα ηχηρό ράπισμα σε όσους υποστήριζαν τα τελευταία χρόνια ότι «οι Βρετανοί πολίτες έχουν μετανιώσει» και «θα πρέπει να πραγματοποιηθεί ξανά δημοψήφισμα γιατί οι πολίτες δεν επιθυμούν το Brexit».
Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, η περίπτωση των εκλογών στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι η πλέον προκλητική, καθώς το ελληνικό δημοψήφισμα του 2015 ή η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2016 υπήρξαν εκκωφαντικές περιπτώσεις αποτυχημένων προβλέψεων. Παρεμπιπτόντως, σε πλήρη συγχορδία κινούνται και τα από καιρού εις καιρόν δημοσιεύματα για «αντίπαλο δέος του Πούτιν», αλλά εκεί είναι δύσκολη η όποια επιβεβαίωση μέσω δημοσκοπήσεων – τουλάχιστον από ρωσικούς φορείς…
Και αν θεωρούνται φυσιολογικές οι αποτυχίες –όπως ισχύει και στην περίπτωση των σεισμολόγων και των διεθνολόγων–, εν προκειμένω λόγω ρευστότητας του εκλογικού σώματος ή πιθανής ακαταλληλότητας του δείγματος, αυτές διόλου είναι κατανοητές όταν το πρόσημο είναι πάντοτε ίδιο. Ποτέ έγινε λάθος υπέρ των «ανεπιθύμητων», «παράξενων» ή λεγόμενων «αντισυστημικών»; Πότε εκτιμήθηκε –έστω λανθασμένα– ότι αυξάνεται η εκλογική δύναμη ενός σχηματισμού που ασκεί κριτική στη συμμετοχή της χώρας του στην ΕΕ;
Μήπως το πρόβλημα εντέλει δεν είναι μόνο επιστημολογικό, αλλά άπτεται και της ποιότητας της δημοκρατίας μας;
Προφανώς τα παραπάνω δεν ενέχουν θέση ευσεβών πόθων του γράφοντος, ότι δηλαδή είμαι ένας τέτοιος υποστηρικτής και διαμαρτύρομαι για την υπονόμευση της βούλησής μου. Κάθε άλλο. Ωστόσο, αντιλαμβάνομαι και την αναγκαιότητα προάσπισης του δημοκρατικού δικαιώματος μιας κοινωνίας να αποφασίζει αδέσμευτα και δίχως έξωθεν χειραγωγήσεις. Αν στη χώρα μου επικρατήσει μια τάση ή μια ιδέα κόντρα στις δικές μου επιθυμίες, οφείλω να υπερασπιστώ την ύπαρξή της. Η πάση θυσία επικράτηση έναντι της αντίθετης άποψης και η μη αποδοχή της είναι βαθιά αντιδημοκρατική και φασίζουσα νοοτροπία μιας ελίτ η οποία θεωρεί τον εαυτό της αλάθητο. Προς αυτή την ελίτ θα μπορούσε κάποιος να πει: Άσε με να κάνω λάθος…