Στις Πράξεις των Αποστόλων συναντάμε μία από τις πρώτες περιγραφές μιας κάποιου είδους προσπάθειας διοικητικής οργάνωσης του ευρύτερου συνόλου των μαθητών και πιστών του Χριστού (Πράξ. 6,1-6). Βλέπετε, μέσα στη συμβίωση και τις καθημερινές ανάγκες και δραστηριότητες μιας κοινωνικής ομάδας πρέπει να υπάρχει κάποια οργάνωση και τάξη. Κάποιοι απλοί κανόνες, βρε αδερφέ, και συγκεκριμένες αρμοδιότητες, ώστε να μην υπάρχουν μπερδέματα, αδικίες, παρεξηγήσεις και γκρίνιες- τα συνηθισμένα ανθρώπινα πράγματα δηλαδή…
Έτσι έγινε και στην περίπτωση στην οποία αναφερόμαστε.
Οι Απόστολοι ήταν κλητοί. Υπήρξαν σκεύη της εκλογής, δηλαδή, του Θεανθρώπου Χριστού που είναι ο ιδρυτής και η κεφαλή, αλλά ταυτόχρονα η αιτία, το νόημα και η εκζήτηση της εκκλησίας∙ ο φορέας που διαχρονικά την οδηγεί στην αιωνιότητα και στην ολοκληρωτική και αείζωη τελείωσή της. Γι’ αυτό, στο Σύμβολο της Πίστης μας, το κοινώς λεγόμενο «Πιστεύω», η εκκλησία εκτός από μία, αγία και καθολική, ονομάζεται και αποστολική. Ας εντρυφήσουμε λοιπόν με κάθε λεπτομέρεια και προσοχή στον τρόπο με τον οποίο ενέργησαν τότε οι Απόστολοι.
Πρώτα-πρώτα διαπιστώνουμε ότι καλούν τους πάντες∙ διαβάζουμε: «προσκαλεσάμενοι δε οι δώδεκα το πλήθος των μαθητών» (Πράξ. 6,2). Οι Απόστολοι, επομένως, επιθυμούν την παρουσία όλων∙ επιθυμούν καθολική συμμετοχή, πλήρη και άμεση ενημέρωση όλων σε πρώτο χρόνο, και επομένως διαφάνεια. Εξηγούν μπροστά σε όλους το λόγο για τον οποίο θα πρέπει να συγκροτηθεί ένα νέο διοικητικό όργανο, την αναγκαιότητά του∙ ανακοινώνουν: «ουκ αρεστόν εστιν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις» (Πράξ. 6,2). Μ’ άλλα λόγια, είναι σαν να λένε: «παιδιά δεν προλαβαίνουμε να τα κάνουμε όλα∙ να υπηρετούμε τη διάδοση του λόγου του Θεού, που είναι ένα τεράστιο φορτίο από μόνο του, και ταυτόχρονα να ρυθμίζουμε επιπλέον και τις υποθέσεις οργάνωσης της καθημερινότητας».
Εκεί, λοιπόν, μπροστά σε όλους (καθαρά πράγματα), ορίζουν με σαφήνεια και συντομία το τι είναι αναγκαίο να γίνει, το πώς θα πραγματοποιηθεί και με ποιους όρους και κριτήρια. Λένε: «επισκέψασθε ουν, αδελφοί, άνδρας εξ υμών μαρτυρουμένους επτά, πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας, ους καταστήσομεν επί της χρείας ταύτης» (Πράξ. 6,3). Καλούν λοιπόν το σύνολο της κοινότητας να εξετάσει ενδελεχώς και να εκλέξει, μετά από περίσκεψη και διαβουλεύσεις, επτά από τα μέλη της για τη συγκρότηση ενός διοικητικού, ενός συντονιστικού οργάνου όπως θα λέγαμε σήμερα. Πείτε το επταμελή διοικούσα επιτροπή, αν σας αρέσει ο όρος περισσότερο∙ δεν έχει και τόση σημασία. Αυτά τα επτά μέλη, πάντως, θα αναλάμβαναν τη διοίκηση της επιμελητείας και όλων των υποθέσεων και των τεχνικών θεμάτων της καθημερινής συμβίωσης και συν-λειτουργίας.
Το σύνολο των πιστών, λοιπόν, έπρεπε να καταλήξει σε επτά άτομα. Αλλά με ποια κριτήρια; Οι Απόστολοι θέτουν μόνον ένα. Αυτό όμως είναι ουσιώδες, πλήρες, βαρυσήμαντο, και εδώ που τα λέμε το μόνο αντάξιο στην περίσταση.
Οι εκλεγέντες θα έπρεπε να είναι κατά γενική παραδοχή και ομολογία («μαρτυρουμένους») «πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας». Με απλά λόγια λοιπόν, νά τι συμβούλευσαν οι Απόστολοι: «Ανοίξτε τα μάτια σας και συμφωνήστε επιλέγοντας αξιοκρατικά επτά άτομα. Κοιτάξτε να είναι άγιοι άνθρωποι, για να έχετε το κεφάλι σας ήσυχο».
Στη συνέχεια, με περισσή λεπτότητα και σεβασμό στην κοινότητα, εξηγούν γιατί η αποφόρτιση των ιδίων από τα επιπλέον καθήκοντα θα ωφελήσει το σύνολο: «ημείς δε τη προσευχή και τη διακονία του λόγου προσκαρτερήσομεν» (Πράξ. 6,4). Δεν ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν λόγο, αλλά το κάνουν. Δεν επικαλούνται θέση, εξουσία, αξίωμα και νόμο, ότι ο νόμος καταλύθηκε με Σταυρό κι Ανάσταση∙ ήρθε η εποχή της Χάριτος, της λεπτής ευγένειας του Αγίου Πνεύματος, της αυθόρμητης ορθοπραξίας της «νήφουσας καρδίας» και της «εν Χριστώ» ελευθερίας.
Δεν επικαλούνται κοσμικού τύπου εξουσία, ούτε συγχέουν τη διοίκηση με αυτήν. Η σύσταση του διοικητικού οργάνου δεν επενδύεται με αίγλη κοσμική και αέρα σπουδαίου αξιώματος. Μάλλον θα λέγαμε ότι απομυθοποιείται στο απλό επίπεδο κάποιου χρειαζούμενου, μιας υπηρεσίας προς το σύνολο: «χρείας» (Πράξ. 6,3).
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Ξεκάθαρος είναι ο λόγος του Κυρίου: «ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος» (Ματθ. 20,26-27).
Ακολουθεί, πάντως, μια πρόταση του συγκεκριμένου χωρίου των Πράξεων που τα λέει όλα∙ που τα επικυρώνει και τα νοηματοδοτεί όλα. Δείτε τι γράφει: «και ήρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους» (Πράξ. 6,5). Το σύνολο των πιστών, δηλαδή, δεν συμφωνεί απλώς, δεν εισακούει μόνον, δεν πειθαναγκάζεται με βαριά καρδιά, δεν πειθαρχεί γιατί έτσι πρέπει ή γιατί έτσι το είπαν οι εκλεκτοί του Χριστού, οι Απόστολοι. Τους άρεσε, το ευχαριστήθηκαν, το επικρότησαν, μίλησε στην καρδιά τους η ιδέα, η πρόταση, η σύσταση. Ενθουσιάστηκαν, δεν μαγκώθηκαν∙ καταλαβαίνετε τι λέω;
Το πνεύμα και ο χαρακτήρας της διακονίας στην Εκκλησία πρέπει διαχρονικά να διαπνέονται από όλα αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναδεικνύονται στην περιγραφή της εκλογής των επτά διακόνων στις Πράξεις των Αποστόλων. Αν όχι, τότε «μνημόνευε ουν πόθεν πέπτωκας, και μετανόησον και τα πρώτα έργα ποίησον· ει δε μη, έρχομαί σοι ταχύ και κινήσω την λυχνίαν σου εκ του τόπου αυτής, εάν μη μετανοήσῃς» (Αποκ. 2,5).