Μέσα από την ποικιλία του ψηφιακού αρχείου της ΕΡΤ μπορεί ν’ αλιεύσει κανείς πολύτιμα μαργαριτάρια. Ένα τέτοιο είναι το επεισόδιο με τίτλο «Μνήμη Φώτη Κόντογλου» από την υπέροχη σειρά εκπομπών ονόματι «Παρασκήνιο». Το αφιέρωμα αυτό στον σπουδαίο ζωγράφο, αγιογράφο και λογοτέχνη μας προβλήθηκε για πρώτη φορά στη δημόσια τηλεόραση τον Απρίλιο του 1982. Αρκετοί της ηλικίας μου και οι μεγαλύτεροί μας θα θυμούνται με νοσταλγία τον πνευματικό πλούτο εκπομπών όπως το «Παρασκήνιο» ή το «Μονόγραμμα». Τα νέα παιδιά, όμως, αμφιβάλω αν έχουν ιδέα. Όσα απ’ αυτά είναι ξύπνια και κρατούν μυαλό καθαρό, ας βουτήξουν σ’ αυτά τα ψηφιακά αρχεία για να βρουν θησαυρούς.
Δυστυχώς, πολλά παιδιά δεν τολμούν να βγουν από την παραζάλη τους και να πάνε βαθύτερα, αλλά μένουν να πλατσουρίζουν στα ρηχά και δηλητηριασμένα ή –στην καλύτερη περίπτωση– θολά νερά των σύγχρονων τηλεοπτικών θεαμάτων.
Σ’ αυτά τα παιδιά έχω να πω πως καλά θα είναι να το πάρουν απόφαση και ν’ αποδράσουν. Να πάνε κόντρα στο ρεύμα και στις τεχνουργημένες μόδες. Να παραμερίσουν πια το φτηνό, το μέτριο και το ψεύτικο∙ ας σκάψουν μόνα τους να βρουν το αυθεντικό και το βαρύτιμο. Στην εποχή μας, λυπάμαι που το λέω, απαιτείται απ’ τα παιδιά αυτενέργεια και κίνηση προς τον πολύτιμο λόγο. Όσοι νομίζουν πως κάτι τέτοιο είν’ εύκολο, γελιούνται∙ ότι κάθε κίνηση προς την ελευθερία θέλει κόπο, χρόνο, αρετή και τόλμη.
Κινούμενος, όμως, προς αυτή την κατεύθυνση, όποιος νεαρός ή και μεγαλύτερος στην ηλικία παρακολουθήσει την εκπομπή που προτείνω, θα δει τι λένε για τον κυρ-Φώτη η μονάκριβη κόρη του Δέσποινα και ο γαμπρός του Γιάννης Μαρτίνος. Θα δει δυο μεγάλους λογοτέχνες μας, τον Στρατή Δούκα και την Έλλη Αλεξίου, σε μεγάλη πια ηλικία να διηγούνται, να εξιστορούν – Θεέ μου, τι τύχη! Θα δει τι έχουν να πουν ο θρυλικός εκδότης των εκδόσεων «Αστήρ» Αλέξανδρος Παπαδημητρίου, αλλά και ο εμβριθής καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Ζίας.
Αξίζει να σταθούμε σ’ αυτά που διηγείται η Έλλη Αλεξίου:
Μια μέρα του 1922, λέει, μπήκε ο Πρωτοπάτσης στο σπίτι κρατώντας ένα βιβλίο. Εννοεί, βέβαια, τον Αντώνη Πρωτοπάτση (Μυτιλήνη, 1897 – Αθήνα, 1947) που έκανε μεγάλη καριέρα ως γελοιογράφος, εικαστικός και λογοτέχνης σε Μυτιλήνη, Παρίσι και Αθήνα. Η συντροφιά που ήταν συναγμένη στο σπίτι ήταν αμιγώς λογοτεχνική. Απαρτιζόταν φυσικά από την Αλεξίου και τον σύζυγό της Βάσο Δασκαλάκη, την αδερφή της Έλλης και σύζυγο του Καζαντζάκη Γαλάτεια, και τον Μάρκο Αυγέρη. Το βιβλίο που κράδαινε στο χέρι του ενθουσιωδώς ο επισκέπτης ήταν το περίφημο Πέδρο Καζάς του Κόντογλου. Το βιβλίο το είχε εκδώσει ο Στρατής Δούκας στο τυπογραφείο του Αιολικού Αστέρα στο Αϊβαλί, το 1920.
Οι ύμνοι του Πρωτοπάτση για το έργο του Κόντογλου κέντρισαν το ενδιαφέρον της παρέας. Κάθισαν και τον άκουσαν να τους το διαβάζει από την αρχή μέχρι το τέλος εκείνο το βράδυ κι έμειναν εντυπωσιασμένοι. Ένιωσαν όλοι πως πρόκειται για ένα βιβλίο-σταθμό στα ελληνική λογοτεχνία. Λυπήθηκαν που ένας τέτοιος καλλιτέχνης βρίσκεται πρόσφυγας στη Μυτιλήνη υποφέροντας στη φτώχεια και την αφάνεια. Πρόλαβε και πέρασε με τη βάρκα του ο κυρ-Φώτης από την πατρίδα του το Αϊβαλί απέναντι στη Λέσβο, για να γλιτώσει από τις θηριωδίες και το μαχαίρι των Τούρκων.
Δεν τον γνώριζαν προσωπικά, δεν ήξεραν τίποτε από το ταλέντο του στη ζωγραφική∙ δεν είχαν ιδέα αν ήταν άνθρωπος κοινωνικός ή μονόχνοτος, αν ήταν ευχάριστος ή στριφνός, καλόβολος ή στραβόξυλο. Από ένα κείμενό του αποφάσισαν να τον φέρουν στην Αθήνα και να του βρουν δουλειά στις εκδόσεις του Ελευθερουδάκη. Έτσι κι έγινε. Τον πρώτο καιρό, μάλιστα, τον φιλοξένησε στην Αθήνα το ζεύγος Δασκαλάκη-Αλεξίου παρά την οικονομική τους δυσχέρεια. Δυο δωμάτια είχαν όλα κι όλα, μια κρεβατοκάμαρα και μια τραπεζαρία. Τον έβαλαν να κοιμάται στην τραπεζαρία.
Όλα αυτά έγιναν από ένα κείμενό του που διάβασαν μια βραδιά. «Δηλαδή», λέει επί λέξει η σπουδαία Έλλη Αλεξίου, «η αφορμή του ερχομού του ήταν η αξία του».
Από αυτή την αξία του πλούτισαν τα επόμενα χρόνια τα ελληνικά γράμματα κι οι τέχνες. Ωφελούνται, συγκινούνται και διαπαιδαγωγούνται γενιές και γενιές. Θαυμάζουμε τους πίνακες και τις τοιχογραφίες του, ρουφάμε τα κείμενά του, προσκυνάμε τις αγιογραφίες που ιστόρησε το ευλογημένο χέρι του αποδίδοντας την τιμή στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Πόσοι, λοιπόν, και πόσο ωφελήθηκαν από την υψηλοφροσύνη και την αρχοντιά αυτής της λογοτεχνικής παρέας και την απόφαση που πήρε εκείνο το βράδυ;
Φιλότιμο, ούτε ίχνος φθόνου. Δύναμη κι ευγένεια ψυχής, πουθενά ανασφάλεια. Μεγαλοψυχία, ούτε δείγμα μικροπρέπειας. Όταν ανιδιοτελώς αναγνωρίζεις, παραδέχεσαι και προβάλλεις την αξία του άλλου, περιβάλλεσαι κι ο ίδιος σου από αίγλη. Κανείς δεν είδε εκείνο το βράδυ τον Κόντογλου ως ανταγωνιστή. Δεν φοβήθηκαν πως θα τους κλέψει τη δόξα, το κοινό, τη θέση, την εξουσία. Κανείς δεν συγκρίθηκε μαζί του. Δεν φούντωσαν τα συμπλέγματα της ψυχής κανενός, και κανένα νοσηρό εγώ δεν τρώθηκε. Τέτοια πνευματικά αναστήματα, τέτοια μαργαριτάρια αναζητήστε λοιπόν παιδιά μου. Στο βυθό όμως να ψάξετε. Γιατί στον αφρό, οπωσδήποτε, δεν θα τα βρείτε…