Μπορούν χωριά της ορεινής Ελλάδας να έχουν τον δικό τους αρχέγονο ήχο; Αυτόν που παρέμεινε σχεδόν «άθικτος» στο πέρασμα των δεκαετιών, καθώς το βιολί δεν μπόρεσε να τον μπολιάσει. Εάν ακούσει κανείς τη μακεδονική λύρα (όπως και τη θρακιώτικη) κάνει νοερά αυτό το ταξίδι πίσω στο χρόνο, καθώς πρόκειται για ένα μουσικό όργανο που δεν έχει αλλάξει κατασκευαστικά και ηχητικά. Θα πρέπει, όμως, να ταξιδέψει μέχρι τους Πύργους, την Πετρούσα, τον Ξηροπόταμο και το Μοναστηράκι Δράμας, εκεί όπου υπάρχουν λυράρηδες που κρατούν ακόμα ζωντανή την παράδοση.
Ένας από αυτούς είναι ο 35χρονος Γιώργος Μαυρίδης, ο οποίος μυήθηκε σε αυτόν τον ήχο το 2011, όταν παρακολούθησε τα Αναστενάρια στη Μαυρολεύκη Δράμας.
Μερικούς μήνες αργότερα αγόρασε την πρώτη του μακεδονική λύρα από τον Αβραάμ Δεμίση από τον Ξηροπόταμο Δράμας. Με σπουδές Πληροφορικής στο ΑΠΘ και ανώτατες σπουδές μουσικής στο Λονδίνο, εργάζεται ως συνθέτης μουσικής θεατρικών παραστάσεων, ενώ από το 2019 είναι δάσκαλος μακεδονικής και θρακιώτικης λύρας και μουσικής τεχνολογίας στη σχολή «Σίμων Καράς».
Συνομιλήσαμε με τον Γιώργο Μαυρίδη γι’ αυτό το μοναδικό όργανο, τις δυνατότητες που έχει και ποια στοιχεία το κάνουν να ξεχωρίζει με αφορμή την αποψινή μουσική βραδιά στην Αθήνα, στο Θέατρο Χώρος, όπου η τρίχορδη αχλαδόσχημη λύρα θα συναντηθεί με τη λύρα του Πόντου του Χρήστου Ναβροζίδη. Μαζί τους ο Ανδρέας Δρακόπουλος (νταχαρές), η Κατερίνα Ελευθερίου (νταχαρές) και ο Νώντας Κυργιάκης (νταούλι).
Κύριε Μαυρίδη, πώς θα περιγράφατε με τρεις λέξεις τη μακεδονική λύρα;
Αρχέγονη, δωρική, αρχοντική.
Ηχητικά ποια στοιχεία την κάνουν να ξεχωρίζει;
Ένα βασικό στοιχείο είναι η χρήση εντέρινων χορδών, κάτι που της προσδίδει ένα γλυκό και βαθύ ηχητικά ηχόχρωμα. Δεν έχει, δηλαδή, τον μεταλλικό ήχο που συναντάμε στις υπόλοιπες λύρες της Ελλάδας. Μπορούμε να πούμε ότι έχει αδρό και βροντερό ήχο εξαιτίας των χορδών και της κατασκευής της.
Δεύτερο και πολύ σημαντικό στοιχείο είναι η συνεχής χρήση ισοκρατήματος σε διάστημα οκτάβας. Στη λύρα Μακεδονίας η μεσαία χορδή δονείται πάντα με το δοξάρι, είτε παίζουμε στην πρώτη ή την τρίτη χορδή. Δηλαδή δεν είναι θέμα επιλογής το αν θα κρατήσουμε ισοκράτημα ή όχι, αυτό είναι το ύφος της μουσικής στη Δράμα και επιβάλλεται να διατηρείται από τον οργανοπαίκτη. Έτσι ο ακροατής μπορεί να διακρίνει δύο φωνές σε αυτό το άκουσμα, μία χαμηλή ή ίσο ή συνοδεία, και την κυρίως μελωδία που παίζεται με το νύχι.
Αυτό το στοιχείο δείχνει τη βυζαντινή καταβολή του οργάνου, και ενδεχομένως παλαιότερη της βυζαντινής.
Τέλος, το ίδιο το κούρδισμα της λύρας είναι το μοναδικό που συναντάμε στην Ελλάδα και την κάνει να ξεχωρίζει από τις άλλες λύρες ηχητικά. Η λύρα χορδίζεται σε διαστήματα οκτάβας και καθαρής πέμπτης. Δηλαδή, η μεσαία χορδή (ισοκράτης) και η πρώτη είναι σε διάστημα οκτάβας και η μεσαία με την τρίτη (ή πίσω χορδή) σε διάστημα καθαρής πέμπτης. Τυπικό παράδειγμα κουρδίσματος είναι το Λα3, Μι4, Λα4, ξεκινώντας από χαμηλή τονικότητα και με ανοδική πορεία.
Η κοινότητα των μουσικών που ασχολούνται με τη μακεδονική λύρα είναι μεγάλη; Πού τους συναντά κυρίως κανείς;
Η κοινότητα των μουσικών δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αν λάβουμε υπόψη ότι σήμερα αυτή η λύρα παίζεται σε τέσσερα χωριά στο νομό Δράμας – Πύργους, Πετρούσα, Ξηροπόταμο και Μοναστηράκι. Υπάρχουν στοιχεία ότι παιζόταν και σε περισσότερα, ακόμα και σε χωριά των Σερρών, με διαφορετικούς σκοπούς όμως ανά τόπους. Πιθανόν να ήταν σε χρήση στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας. Σε αυτά τα χωριά, όμως, ίσως έχουν πεθάνει οι τελευταίοι λυράρηδες.
Σήμερα για να συναντήσει κανείς τη λύρα αυτή και την παράδοσή της θα πρέπει να βρεθεί στα χωριά της Δράμας τις αρχές του Ιανουαρίου, όπου και τελούνται αρχέγονα δρώμενα κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου. Το ευτυχές γεγονός είναι ότι εμφανίζονται νέοι άνθρωποι στα χωριά και μαθαίνουν τη συγκεκριμένη λύρα.
Σε ποιο παραδοσιακό δρώμενο τη συναντάμε; Έχει σχέση με τη λύρα που ακούμε στα Αναστενάρια;
Αυτή η λύρα είναι διαφορετική από αυτήν που συναντάμε στα Αναστενάρια. Εκεί έχουμε τη λύρα Θράκης, της οποίας η καταγωγή είναι από το χωριό Κωστή της Βόρειας Θράκης. Την ονομάζουμε κωστελίδικη ή κωστιλίδικη λύρα – την έφεραν οι Κωστιανοί πρόσφυγες που έφτασαν στη Μακεδονία στις αρχές του 20ού αιώνα.
Η μακεδονική λύρα, συγγενική ή αδελφή της Θρακιώτικης, έχει ιδιαίτερο τελετουργικό ρόλο στα δρώμενα που συναντάμε αρχές του Γενάρη στα τέσσερα προαναφερόμενα χωριά της Δράμας. Σε αυτά τα δρώμενα η λύρα έχει πρωταρχικό ρόλο γιατί μαζί με τον νταχαρέ συνοδεύουν τον περιπλανώμενο θίασο σε ολόκληρο το χωριό όπου με τα τραγούδια, τον χορό και τα κουδούνια ευλογούν κάθε σπίτι και ολόκληρη την κοινότητα.
(Φωτ.: αρχείο Γιώργου Μαυρίδη)
Μπορείτε να μας δώσετε ένα χαρακτηριστικό μουσικό κλίμα;
Οι λύρες δεν σταματούν να παίζουν παρά μόνο όταν έχουν τελειώσει όλα τα δρώμενα και οι κάτοικοι επιστρέφουν στην καθημερινή τους ζωή. Γλέντια στήνονται σε καφενεία, πλατείες και δρόμους. Σε κάποια χωριά η ομάδα περνάει από τα νεκροταφεία, αποδίδοντας φόρο τιμής στους προγόνους, αυτούς που κράτησαν τις παραδόσεις ζωντανές μέχρι σήμερα.
Θα σας άρεσε τα παραδοσιακά μουσικά όργανα να «βγουν» από τα παραδοσιακά τραγούδια και να τα ακούμε σε νέες συνθέσεις ευρείας κυκλοφορίας;
Θεωρώ ότι αυτή την περίοδο που ζούμε, όπως και στο πρόσφατο παρελθόν και μέσα από δισκογραφίες γνωστών τραγουδιστών, αυτό γίνεται με αρκετά παραδοσιακά όργανα όπως είναι το κλαρίνο η γκάιντα και άλλα πνευστά, η κρητική λύρα και η ποντιακή. Όταν μιλάμε για καινούριες συνθέσεις, τότε το ζήτημα έγκειται στο αν μου αρέσει η σύνθεση, το τραγούδι και ο τρόπος που έχει συμπεριλάβει αυτά τα όργανα. Δηλαδή είναι καθαρά υποκειμενικό.
Οι διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών δεν με ενδιαφέρουν προσωπικά και ποτέ δεν θα τις προτιμούσα αντί των αυθεντικών εκτελέσεων. Συνήθως εισάγεται και ένας αχρείαστος κατά την άποψή μου «καλλωπισμός» στη μουσική και τη φώνηση, και χάνει τον ατόφιο και τραχύ χαρακτήρα του.
Προσωπικά μου φαίνεται σαν να μου δίνει κάποιος δύο επιλογές: να πιω κατευθείαν από την πηγή που αναβλύζει κρύο και γάργαρο νερό, ή να καταναλώσω την εμφιαλωμένη μορφή του. Πάντα επιλέγω το πρώτο.
- Η μουσική εκδήλωση στο Θέατρο Χώρος ξεκινά στις 21:00. Στην τιμή του εισιτηρίου (15 ευρώ) περιλαμβάνονται μεζέδες και κρασιά από τη Δράμα. Το θέατρο διαθέτει μεγάλη πίστα για χορό.
- Τα δρώμενα του Δωδεκαημέρου στα χωριά της Δράμας, στα οποία κυριαρχούν η λύρα, η γκάιντα και ο νταχαρές, σχετίζονται με την καρποφορία και αποτελούν κατάλοιπα της διονυσιακής λατρείας. Ειδικότερα, την περίοδο των Θεοφανίων η Καλή Βρύση, η Πετρούσα και οι Πύργοι βρίσκονται στο επίκεντρο του εθίμου, στο οποίο (με ορισμένες παραλλαγές) κυριαρχούν οι ζωόμορφες μεταμφιέσεις και η θορυβώδης ηχητική υπόκρουση – ο πλέον «αποδεδειγμένος» τρόπος για να εκδιωχθεί το «κακό».