Παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Γιώργος Σεφέρης ήταν προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού. Στο Μέρες Γ’ (1934-1940) το βαθύ και στοχαστικό του βλέμμα δεν αφήνει αμφιβολία για τα απειλητικά μηνύματα που έφταναν από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και τις προβοκάτσιες σε βάρος της Ελλάδας. Επιπλέον, τα τηλεγραφήματα του Αθηναϊκού Πρακτορείου δίνουν με σαφήνεια το κλίμα που επικρατούσε το φθινόπωρο του 1940 – ένα κλίμα που αποτυπώνεται στα ημερολόγια του Έλληνα διπλωμάτη και ποιητή.
Ο Σεφέρης είναι άλλωστε εκείνος που συνέταξε το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940.
Η προβοκάτσια των Ιταλών, τα τηλεγραφήματα του Αθηναϊκού Πρακτορείου
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1940, και ενώ αλβανικές εφημερίδες συνεχίζουν να μεταδίδουν ότι στην Ήπειρο σχηματίζονται ένοπλες συμμορίες «όπως διασπαρή η τρομοκρατία εκατέρωθεν των ελληνοαλβανικών συνόρων», το Αθηναϊκό Πρακτορείο απαντά σε μια νέα επίθεση. Αυτή τη φορά στο στόχαστρο Ιταλίας και Αλβανίας βρίσκεται ο μητροπολίτης Ιωαννίνων ο οποίος «φέρεται ως δώσας δήθεν οδηγίας εις επισκόπους της Ηπείρου όπως προβούν εις τον σχηματισμόν συμμοριών ατάκτων».
«Είμεθα εξουσιοδοτημένοι να διαψεύσωμεν με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον την φαντασιώδην αυτήν είδησιν εναντίον της σεβασμίας προσωπικότητος του ανωτάτου λειτουργού της Εκκλησίας, του οποίου η δράσις περιορίζεται αποκλειστικώς εις την επιτέλεσιν του πνευματικού του έργου», αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων στις 6 Σεπτεμβρίου του 1940.
(Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1940 το Ιταλικό Πρακτορείο Ειδήσεων Στέφανι αναμεταδίδει δημοσίευμα της αλβανικής Τομόρι ότι τρεις μουσουλμάνοι της Ηπείρου δολοφονήθηκαν από Έλληνες. Το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων δίνει «διασαφηνίσεις επί των “τριών φόνων” τους οποίους έπλασσεν η φαντασία της Τομόρι». Λίγες ώρες μετά ακολουθεί νέο τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου με δηλώσεις από την Παραμυθιά ενός εκ των τριών που φέρονται ως φονευθέντες. Το υποτιθέμενο θύμα ζει.
Στις 26 Οκτωβρίου το ιταλικό πρακτορείο Στέφανι μεταδίδει ότι ένοπλη ελληνική συμμορία επιτέθηκε με πυροβολισμούς και χειροβομβίδες εναντίον αλβανικών φυλακίων πλησίον της Κορυτσάς.
Είναι η τελευταία πράξη του προβοκατόρικου σχεδίου του Ιταλού τοποτηρητή στην Αλβανία προκειμένου να προκαλέσει την εισβολή στην Ελλάδα. Το προηγούμενο βράδυ, σύμφωνα με όσα μετέδιδε το πρακτορείο, είχε γίνει έκρηξη τριών βομβών κοντά στο γραφείο του Ιταλού λιμενάρχη στους Αγίους Σαράντα και οι Αρχές αναζητούσαν τους «Έλληνες ή Βρετανούς πράκτορες που τις έβαλαν». Αυτό για τους Ιταλούς θα ήταν αφορμή πολέμου. Το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων διαψεύδει κατηγορηματικά και τις δύο ειδήσεις με εντολή του Μεταξά. Οι πληροφορίες του είναι «εξ αρμοδίων πηγών».
Αθήνα, 25 Οκτωβρίου 1940
Το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου του 1940 το ελληνικό Εθνικό Θέατρο εγκαινιάζει τη χειμερινή του περίοδο με την Μαντάμ Μπατερφλάι του Πουτσίνι από τη Λυρική Σκηνή. Την παράσταση παρακολουθεί η κυβέρνηση Μεταξά, ο βασιλιάς Γεώργιος με την οικογένειά του, η ηγεσία της ιταλικής πρεσβείας και ο γιος του Πουτσίνι με τη σύζυγό του.
Το επόμενο βράδυ προς τιμήν του ζεύγους Πουτσίνι η ιταλική πρεσβεία δίνει δεξίωση. Η πολιτική εκπροσώπηση της χώρας περιορίζεται στις παρουσίες του μόνιμου υφυπουργού Εξωτερικών Ν. Μαυρουδή και του υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού Θ. Νικολούδη. Η δεξίωση ξεκίνησε αργά το βράδυ και κράτησε ως τα ξημερώματα. Τα τραπέζια ήταν διακοσμημένα με ελληνικές και ιταλικές σημαίες. Την ώρα της δεξίωσης στην ιταλική πρεσβεία φτάνει σε κομμάτια ένα κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα.
Τι έγραφε ο Σεφέρης στο ημερολόγιο του
Οκτώβρης, νύχτα Σαββάτου προς Κυριακή (26-27). «Κατά τη μία μού τηλεφώνησαν την είδηση του Στέφανι: Μια συμμορία ελληνική μπήκε στο αλβανικό έδαφος και χτυπήθηκε με τους Ιταλούς κατά τα μέρη της Βίγλιστας. Δύο μπόμπες στην κατοικία του Ιταλού διοικητή στους Αγίους Σαράντα. Οι δράστες, λένε οι Ιταλοί, είναι Έλληνες ή Άγγλοι κατάσκοποι. Ο Νικολούδης είναι στην ιταλική πρεσβεία που έχει δεξίωση, ύστερα από την πρεμιέρα μιας όπερας του Πουτσίνι στο “Βασιλικό”. Είπα να τον ειδοποιήσουν αμέσως. Οι διαψεύσεις βγήκαν τη νύχτα, καθαρές και ξάστερες. Ο Νικολούδης μου διηγήθηκε πως ο ίδιος ο σινιόρ Γκράτσι τον οδήγησε στο τηλέφωνο, και, όταν τέλειωσε, τον ρώτησε: “Mauvaises nouvelles?”. Τ’ αποκρίθηκε: “Rien d’ extraordinaire”, κι έφυγε μετά πέντε λεπτά για να πάει στον πρόεδρο».
(Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Αθήνα, 27 Οκτωβρίου 1940
Μετά τις 5 το πρωί της 27ης Οκτωβρίου του 1940, όταν έφυγαν και οι τελευταίοι καλεσμένοι από την ιταλική πρεσβεία, ο πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι πήρε το αποκρυπτογραφημένο τηλεγράφημα κι άρχισε να το διαβάζει. Επρόκειτο για μια τελεσιγραφική διακοίνωση της ιταλικής προς την ελληνική κυβέρνηση. Το κείμενο της διακοίνωσης συνοδευόταν από μια σειρά οδηγίες σχετικά με τον τρόπο που όφειλε να χειριστεί το θέμα η ηγεσία της πρεσβείας. Η επίδοση της διακοίνωσης έπρεπε να γίνει χωρίς προειδοποίηση στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου. Οι οδηγίες ακολουθήθηκαν κατά γράμμα. Δέκα περίπου λεπτά πριν από την 3η πρωινή, ο Γκράτσι, ο στρατιωτικός ακόλουθος της ιταλικής πρεσβείας και ένας διερμηνέας έφτασαν έξω από την κατοικία του Ιωάννη Μεταξά. Ο πόλεμος ήταν πια εδώ.
Τι έγραφε ο Σεφέρης στο ημερολόγιο του
Οκτώβρης, Δευτέρα 28. «Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.
»Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας.
»Αμέσως έπειτα με τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας. Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή.
»Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό. Το πήραμε και γυρίσαμε στο Υφυπουργείο Τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ’ ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της. Έγραψα μαζί με τον Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη· πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μού είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες».
- Πηγές: Αρχείο ΑΠΕ-ΜΠΕ | Γιώργου Σεφέρη, Μέρες Γ’, 16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940 (εκδόσεις Ίκαρος).