Η προπαγάνδα των ΜΜΕ στην Ελλάδα εμφανίζει την Τουρκία ανίκητη. Ο Ερντογάν ως φόβητρο εξυπηρετεί ασφαλώς κάθε υποχώρηση της Αθήνας, αλλά το ερώτημα παραμένει: Τι πράγματι είναι η Τουρκία σήμερα; μια ένδοξη αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή ένα ψευδεπίγραφο ομοίωμά της, σκιάχτρο για σπουργίτια;
Στον ευρύτερο Δυτικό χώρο, περιλαμβάνοντας τη Ρωσία, ο Ερντογάν μαζί με τον Πούτιν είναι οι δυο δεσπόζουσες πολιτικές προσωπικότητες.
Χαρακτηριστικό και των δυο είναι ότι μετέτρεψαν τις χώρες τους από ασθενείς παίκτες, παίγνια των ισχυρών της Δύσης, σε πρωταγωνιστές των εξελίξεων. Με τη διαφορά ότι η Ρωσία ανακτά τη θέση και το κύρος της μεγάλης δύναμης που ήδη κατείχε, ενώ η Τουρκία κινείται σε έναν στρόβιλο αντιτιθέμενων ροπών με άγνωστο τέλος.
Ο Πούτιν ξανάδωσε στη Ρωσία την εθνική της περηφάνια. Ο Ερντογάν πήρε μια αφανή αλλά φιλόδοξη αστική τάξη της Ανατολής και την ανέβασε στο βάθρο της ιθύνουσας αστικής τάξης. Οι αντιστάσεις του κοσμικού κεμαλισμού στόμωσαν την αρχική ορμή των ισλαμιστών αστών της Ανατολής, και τα μετέπειτα γεγονότα, ως σήμερα, με την ήττα των τζιχαντιστών, υποχρέωσαν τον Ερντογάν να δώσει προτεραιότητα στην εθνική και όχι στη θρησκευτική πλευρά της τουρκικής δυναμικής. Ο διχασμός της τουρκικής κοινωνίας καθιστά ασταθή την εξουσία του Ερντογάν αν ανακύψουν σοβαρές δυσκολίες, όπως προμηνύεται.
Για να φτάσει να διεκδικεί σήμερα ο Ερντογάν όσα θεωρεί τουρκική ιδιοκτησία, χρειάστηκαν δύο δεκαετίες προετοιμασίας ώστε το κράτος και ο κόσμος να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν με αυτοπεποίθηση τις αντιδράσεις του διεθνούς περίγυρου στις τουρκικές απαιτήσεις.
Την ακριβώς αντίθετη πορεία ακολούθησε η Ελλάδα.
Με μικρές, ασθενείς και μικρής διάρκειας εξαιρέσεις, οι ελληνικές ηγεσίες, από την εποχή Σημίτη, καλλιέργησαν συστηματικά την ηττοπάθεια, την αυτοεγκατάλειψη, την άκριτη υπακοή στους «μεγάλους συμμάχους». Ο πολιτικός κόσμος, κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, έχτισαν μια κοινωνία διαφθοράς, αδιαφορίας, χωρίς αλληλεγγύη, με μόνο κίνητρο το εγωιστικό ατομικό συμφέρον, τη μοιρολατρία και την υποταγή.
Το άμεσο πρόβλημα του Ερντογάν είναι να ξεφύγει από την «παγίδα» του Τραμπ. Η εξαγγελία του Τραμπ ότι φεύγει από τη Συρία έφερε τον Ερντογάν αντιμέτωπο με τον Πούτιν, είναι περίπου σαν να ξέφυγε από τη Σκύλλα για να πέσει στη Χάρυβδη. Και τώρα ο Ερντογάν ό,τι του πουν οι Ρώσοι σπεύδει να το κάνει. Το κακό για τον Ερντογάν, είναι ότι Πούτιν και Τραμπ βρίσκονται προφανώς σε διαρκή συνεννόηση. Για το μέλλον της περιοχής και για τη μοίρα του.
Ο Ερντογάν κινδυνεύει να φύγει από τη Συρία με την ουρά στα σκέλια. Σαν βρεγμένη γάτα.
Κι αυτό αν όλα πάνε καλά. Γιατί υπάρχουν και τα πολύ χειρότερα. Ο Ερντογάν έχει προσβάλει ασύμμετρα τους Αμερικανούς και οι Ρώσοι μπορεί να «κατάπιαν» ότι έριξε το αεροπλάνο τους, αλλά δεν το ξέχασαν. Αν έρθει η ώρα της τιμωρίας, η Τουρκία θα αποδειχθεί πολύ μικρή για να κρυφτεί. Πάντως με ή χωρίς Ερντογάν δεν θα υπάρξει «τελεία και παύλα» στην περιοχή. Θα μείνουν σοβαρές εκκρεμότητες για… αργότερα.
Η εισβολή της Τουρκίας στο έδαφος της Συρίας έχει μια καθοριστική ομοιότητα με την εισβολή στην Κύπρο. Το καθεστώς στην Τουρκία ήταν άλλο τότε, οι συνθήκες ανόμοιες και οι σκοποί διαφορετικοί. Αλλά το καθοριστικό γεγονός είναι ένα: Ο Ετζεβίτ τότε και ο Ερντογάν σήμερα χρειάστηκαν και πήραν ρητή άδεια (αν όχι εντολή) για να αποφασίσουν την εισβολή στην Κύπρο και στη Συρία. Από αυτή την καθοριστική άποψη η Τουρκία παραμένει από τότε ως τώρα στο ίδιο καθεστώς αιχμαλωσίας, ως προς την αυτονομία δράσης που είχε πριν από περίπου μισό αιώνα. Τα λόγια και οι απαιτήσεις του Ερντογάν πρέπει να ζυγιστούν με αυτό το κριτήριο. Πρόκειται για μεγαλοστομίες και όχι για λόγια ενός ισχυρού άνδρα, ικανού να δράσει αυτόνομα. Είναι ξεχωριστό ζήτημα ότι οι κοινωνικές δυνάμεις που κινητοποιούνται στην Τουρκία θα απαιτούν, με ή χωρίς Ερντογάν, όλο και περισσότερα ή θα καταστραφούν από τις υπέρτερες δυνάμεις των επικυρίαρχων.
Όπως καταστράφηκε το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας το 1922.
Ωστόσο κάθε χώρα, και η Ελλάδα, μπορεί να υπερασπίζεται την ακεραιότητά της με σύνεση αν έχει επίγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος. Ούτε οι Αμερικανοί ούτε οι Ευρωπαίοι ούτε κανείς μπορεί να μετατρέψει την Ελλάδα σε γιουσουφάκι της Τουρκίας, αν εμείς οι ίδιοι δεν αποδεχθούμε αυτόν το ρόλο. Η Ελλάδα είναι χρήσιμη (στη Δύση) ως αντίβαρο ή συμπλήρωμα της Τουρκίας, όχι ως δουλικό. Αλλά χρειάζεται λίγος νους και ελάχιστο σθένος. Π.χ. όταν ο Πομπέο ήρθε εδώ, κανείς δεν προσπάθησε για το ελάχιστο: να μας δοθεί η άδεια να πουλάμε τα αγροτικά μας προϊόντα χωρίς περιορισμούς. Άλλο να μένουν αδρανείς οι S-300, άλλο να διώχνουμε την COSCO από την Αλεξανδρούπολη, κι άλλο να μην μπορούμε να πουλήσουμε ροδάκινα στη Ρωσία. Δεν θα πάθαινε κάτι η αμερικανική στρατηγική αν οι Ρώσοι έτρωγαν ελληνικά ροδάκινα.
Η Τουρκία παραμένει εξαρτημένη από τους ισχυρούς, ΗΠΑ και Ρωσία. Αν ο Ερντογάν καταστραφεί δεν θα είναι επειδή «πήρε ψηλά τον αμανέ», αλλά επειδή η Τουρκία εντάσσεται σε κάποιο σενάριο των ΗΠΑ, μακροπρόθεσμου γεωπολιτικού συμφέροντος, που προβλέπει τον τεμαχισμό της. Με ανοιχτό το ερώτημα αν οι ΗΠΑ μας βλέπουν πακέτο ως μια ενιαία περιοχή με κοινή μοίρα, όπως όταν μας ενέταξαν μαζί στο ΝΑΤΟ. Ο Ρώσος πρέσβης στην ΕΕ, προφανώς κατόπιν εντολής, προειδοποίησε σχετικώς για τα χειρότερα. Τέτοιοι σχεδιασμοί αναβάλλονται αλλά δεν ματαιώνονται. Όλα αυτά, όμως, δεν δικαιολογούν ότι η πατρίδα μας σέρνεται στον γκρεμό χωρίς καμία αντίσταση. Κρίμα.
Απόστολος Αποστολόπουλος