100 χρόνια συμπληρώνονται αυτό το φθινόπωρο από τη Συνθήκη του Νεϊγύ, η οποία σήμανε την οριστική απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης και την ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό. 100 χρόνια, και οι τόνοι διατηρούνται χαμηλοί προφανώς για να μην ενοχληθούν οι εξ Ανατολών ΝΑΤΟϊκοί «σύμμαχοί μας»; Ουδείς γνωρίζει…
Το μόνο βέβαιο είναι ότι, προς το παρόν, στους εορτασμούς για την απελευθέρωση της Ξάνθης η εκπροσώπηση της κυβέρνησης ήταν σε επίπεδο υφυπουργού.
Μέσω της Συνθήκης του Νεϊγύ, η Βουλγαρία παραιτήθηκε από τα δικαιώματά της στην περιοχή έως την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (1920), οπότε και κατοχυρώθηκε οριστικά η ελληνική κυριαρχία. Για τη Σόφια η εν λόγω συνθήκη ήταν ό,τι οι Σέβρες για τους Τούρκους, οι Βερσαλλίες για τους Γερμανούς, το Τριανόν για την Ουγγαρία και ο Άγιος Γερμανός για την Αυστρία. Πρόκειται εν τω συνόλω τους για προάστια των Παρισίων, όπου υπογράφηκαν οι συνθήκες ειρήνης μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Συνθήκη του Νεϊγύ σήμανε για τη Βουλγαρία την αποχώρησή της από εδάφη υπέρ της Ελλάδας, της Σερβίας και της Ρουμανίας, ενώ κλήθηκε να καταβάλει και πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και να θέσει περιορισμούς στη στρατιωτική δύναμή της.
Όσον αφορά την Ελλάδα, επρόκειτο για μια ακόμη σημαντική διπλωματική νίκη του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος με διακριτή επιδεξιότητα «διασκέδασε τις εντυπώσεις» από την ανάσχεση της βουλγαρικής καθόδου στο Αιγαίο λέγοντας: «Αναμφιβόλως τούτο [σ.σ.: η αποχώρηση της Βουλγαρίας από τη Δυτική Θράκη] θα είχε ως αναπόφευκτον συνέπειαν την απώλειαν της διεξόδου εις το Αιγαίον αλλά είμαι έτοιμος να συστήσω λύσιν προς αντιμετώπισιν των οικονομικών αναγκών της Βουλγαρίας, καίτοι αυτή διαθέτει θαυμασίους λιμένας εις την Μαύρην Θάλασσαν…».
Ο Βενιζέλος γνώριζε πολύ καλά τη γεωπολιτική πραγματικότητα, όπως κατ’ επέκταση και τις ευαισθησίες των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Προς τούτο, αφενός επένδυε συστηματικά στη σημασία της υποστήριξης των θέσεων της Ελλάδας ως μια δύναμη η οποία εφάπτεται των προτεραιοτήτων των αγγλοσαξονικών δυνάμεων αναφορικά με την περίμετρο της Ευρασίας. Αφετέρου γνώριζε το φόβο των Αγγλογάλλων για τον γερμανικό αναθεωρητισμό στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη και δεν έχανε ευκαιρία να παρομοιάζει τη βουλγαρική στρατηγική στα Βαλκάνια με τη μιλιταριστική φυσιογνωμία της πολιτικής του Βερολίνου, εξεγείροντας έτσι τα ανακλαστικά των μεγάλων νικητών του Μεγάλου Πολέμου.
Για τη Δυτική Θράκη προφανώς δεν ενδιαφέρονταν μόνο η Ελλάδα και η Βουλγαρία, αλλά την επιθυμία της να την προσαρτήσει είχε διατυπώσει μέσω αντίστοιχου υπομνήματος και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, τις αιτιάσεις της οποίας ωστόσο απέρριψαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Μάλιστα, το θέμα επανήλθε λίγο αργότερα μέσω του Εθνικού Όρκου των κεμαλιστών, οι οποίοι πρότασσαν τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την τύχη της περιοχής. Όμως η ταχύτατη ανασύσταση της Στρατιάς του Έβρου από τον Θεόδωρο Πάγκαλο πρόσφερε τη δυνατότητα στον Βενιζέλο να απορρίψει τις τουρκικές διεκδικήσεις στο πλαίσιο των συζητήσεων πριν από την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Μιας και πραγματοποιείται αναφορά στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις του πρώτου τετάρτου του 20ού αιώνα, αξίζει να υπενθυμισθεί παρεμπιπτόντως ότι συμπληρώνονται και 94 χρόνια από τις 19 Οκτωβρίου 1925, όταν ο Πάγκαλος διέταξε τον ελληνικό στρατό να εισβάλει στο βουλγαρικό έδαφος επ’ αφορμή του μεθοριακού συμβάντος στο Πετρίτσι.