Κόκκινο το ποτάμι παιδιά, κόκκινο, κατακόκκινο από το αίμα των προγόνων μας που η ζωή τους δεν είχε καμία αξία για τους Νεότουρκους που στόχευαν στον αφανισμό γενεών και γενεών Ελλήνων του Πόντου. Καήκαμε παιδιά, μας κάψανε, μας σκότωσαν, μας σφαγίασαν, μας βίασαν, έκλεψαν τα σπίτια και τις περιουσίες των παππούδων μας, των πατεράδων μας, χτύπησαν ανελέητα και σκότωσαν τις μανάδες μας, έσφαξαν τα μωρά μας και βίασαν τις αδερφές μας, μας οδήγησαν σε έναν ταπεινωτικό θάνατο, κυνηγημένους σε μια αυτοκρατορία που της ήμασταν πλέον περιττοί.
Οι Τούρκοι στους Τούρκους λοιπόν, και η αγριότητα των Αγαρηνών δεν είχε σταματημό.
Ο πόνος που μας προκαλούσαν δεν τους άγγιζε, ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ζωή των Ελλήνων του Πόντου δεν είχε καμία αξία γι’ αυτούς, αντιθέτως τους εξιτάριζε, αισθάνονταν δυνατοί και συνέχιζαν να ρημάζουν. Μήτε βρέφος μήτε γέρος δεν τους σταματούσε, οι «άπιστοι» έπρεπε να πεθάνουν, να εξαλειφτούν, να αφανιστούν. Αμελέ ταμπουρού, τα τάγματα εργασίας που όσοι άντεξαν την εξοντωτική διαδρομή και τα βασανιστήρια προς αυτά έχασαν τελικά τη ζωή τους εκεί δουλεύοντας σκλάβοι των Τούρκων κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, με έναν και μοναδικό σκοπό: Την εξόντωσή μας.
Συντονισμένη η προσπάθεια των Νεότουρκων, με τη βιαιότητα και την αγριότητά τους να ξεπερνάνε κάθε όριο. 353.000 ψυχές ζητούν δικαίωση, 353.000 ψυχές ανθρώπων δικών μας, αδερφών, μανάδων και πατεράδων, 353.000 ΕΛΛΗΝΕΣ παιδιά αφανίστηκαν.
Μα όσο αυτοί έκαιγαν και ρήμαζαν, όσο το αίμα και τα δάκρυα των προγόνων μας πότιζε τη γη τους, τόσο το άστρο του Πόντου υψωνόταν ψηλά, έλαμπε και φώτιζε σαν το άστρο της Βηθλεέμ. Να ’στε περήφανοι από κει ψηλά, η μνήμη σας δεν θα σβήσει ποτέ, η ποντιακή λύρα θα μας ενώνει εις τους αιώνας των αιώνων, ο χορός και το τραγούδι θα μας κάνει πάντα έναν κύκλο, πιασμένοι χέρι-χέρι να χορεύουμε σκοπούς που χορεύατε κι εσείς, θα τραγουδάμε όσα τραγουδούσατε κι εσείς, και τα έθιμά μας αναλλοίωτα στο χρόνο θα τα τηρούμε ευλαβικά στη μνήμη σας. Δεν με πιστεύετε; Μα δείτε, σε κάθε εκδήλωση με ποντιακή μουσική γίνεται το αδιαχώρητο, μικροί-μεγάλοι συμμετέχουν με την ψυχή τους. Κάθε χρόνο τα βλέπετε τα παιδιά που μαζεύονται από κάθε μέρος της Ελλάδος, σε κάθε πόλη, όπου κι αν γίνεται το Φεστιβάλ Ποντιακών Χορών;
Παιδιά κάθε ηλικίας, μανάδες, γιαγιάδες, πατεράδες και παππούδες. Για τη μνήμη σας γίνεται. Δεν μας αγγίζουν ούτε οι πρόβες, ούτε η κούραση, ούτε το ταξίδι, ούτε τα έξοδα ούτε οι ατελείωτες ώρες αναμονής στα παρασκήνια.
Ζούμε για τη στιγμή που θα παίξει η κεμεντζέ, θα χτυπήσει το ταούλ’ και χιλιάδες χορευτές θα ενώσουμε τα χέρια, θα τραγουδήσουμε και θα χορέψουμε ποντιακά, γι’ αυτά τα δέκα λεπτά που τα μάτια μας θα βουρκώσουν, ο λυγμός θα κλείσει το λαιμό μας και θα κάψει τα σωθικά μας.
Εμείς δεν ζήσαμε όσα ζήσατε, μεγαλώσαμε αλλιώς, σε άλλες εποχές, κι όμως κάθε χρόνο τα στάδια γεμίζουν ασφυκτικά με Πόντιους περήφανους που στη μνήμη σας δίνουν την ψυχή τους γιατί ο πόνος, αν και βουβός, υπάρχει. Πονάμε για όσα περάσατε, πονάμε μα δεν λυγίζουμε, εσείς μας το μάθατε αυτό. Περήφανα με το κεφάλι ψηλά βροντοφωνάζουμε «Ο Πόντος ζει!».
Αναστασία Υφαντίδου