Η καρδιαγγειακή νόσος είναι η κυριότερη αιτία θανάτου των ανθρώπων μέσης ηλικίας διεθνώς, αλλά στις χώρες υψηλού εισοδήματος οι θάνατοι από καρκίνο έχουν πια γίνει δύο φορές συχνότεροι από ό,τι οι καρδιαγγειακοί, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική μελέτη.
Οι καρδιαγγειακοί θάνατοι μεσηλίκων είναι δυόμισι φορές συχνότεροι στις χώρες χαμηλού εισοδήματος από ότι σε εκείνες υψηλού εισοδήματος, κυρίως εξαιτίας των ελλείψεων του συστήματος υγείας στις πρώτες.
Η επιδημιολογική έρευνα PURE (Prospective Urban Rural Epidemiology), που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό The Lancet και παρουσιάστηκε την Τρίτη στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας στο Παρίσι, μελέτησε σε βάθος δεκαετίας δειγματοληπτικά στοιχεία για 162.534 ανθρώπους 35-70 ετών σε 21 χώρες διαφόρων επιπέδων ανάπτυξης.
«Καθώς η καρδιαγγειακή νόσος μειώνεται σε πολλές χώρες, λόγω των μέτρων πρόληψης και της θεραπείας, η θνησιμότητα από τον καρκίνο θα γίνει πιθανώς η κυριότερη αιτία θανάτου παγκοσμίως στο μέλλον», δήλωσε ο ερευνητής Σαλίμ Γιουσούφ, καθηγητής ιατρικής του καναδικού Πανεπιστημίου ΜακΜάστερ. Το ίδιο εκτίμησε και ο επικεφαλής ερευνητής δρ Ζιλ Νταζενέ, καθηγητής του Πανεπιστημίου Λαβάλ του Κεμπέκ.
Η θνησιμότητα από οποιαδήποτε αιτία (πλην καρκίνου) ανά 1.000 ανθρωποέτη είναι χαμηλότερη στις χώρες υψηλού εισοδήματος (3,4%), πιο αυξημένη στις χώρες μεσαίου εισοδήματος (6,9%) και υψηλότερη στις χώρες χαμηλού εισοδήματος (13,3%).
Τα ποσοστά των θανάτων καρδιαγγειακής αιτιολογίας διεθνώς είναι περίπου 40% (Νο 1 αιτία θανάτου), έναντι 26% του καρκίνου (Νο 2 αιτία θανάτου). Εκτιμάται ότι το 2017 περίπου 17,7 εκατομμύρια θάνατοι –από τα συνολικά 55 εκατ.– είχαν καρδιαγγειακή αιτιολογία.
Ανάλογα με το επίπεδο εισοδήματος υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις: Οι καρδιαγγειακοί θάνατοι είναι μόνο το 23% των συνολικών θανάτων στις χώρες υψηλού εισοδήματος, το 41% στις χώρες μεσαίου εισοδήματος και το 43% στις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τα ποσοστά των θανάτων από καρκίνο είναι 55%, 30% και 15%.
Πάνω από το 70% των καρδιαγγειακών περιστατικών και αντίστοιχων θανάτων παγκοσμίως εκτιμάται ότι οφείλονται σε έναν σχετικά μικρό αριθμό 14 παραγόντων κινδύνου που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν – όπως η υπέρταση, η υψηλή χοληστερίνη, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, η ανεπαρκής σωματική άσκηση, η κατανάλωση αλκοόλ και αλατιού, η κατάθλιψη και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Ορισμένοι παράγοντες κινδύνου διαφέρουν ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας, όπως η ρύπανση του αέρα και η ανθυγιεινή διατροφή.
Από όλους τους παραπάνω παράγοντες κινδύνου, οι μεταβολικοί συμβάλλουν περισσότερο στην καρδιαγγειακή θνησιμότητα παγκοσμίως (κατά 41,2%), με την υπέρταση να κρατά τα ηνία (22,3%). Σύμφωνα εξάλλου με τη μελέτη, όσο αυξάνεται το εισόδημα μιας χώρας τόσο αυξάνεται η αναλογία θανάτων από μη μεταδοτικές νόσους.
- Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Παύλος Δρακόπουλος.