Οι μεταπολεμικές σταθερές που διαμόρφωσαν, ως το 1989, την Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή μας συνεχίζουν να αμφισβητούνται και δεν θα διαμορφωθούν νέες πριν περάσουν αρκετά χρόνια.
Ο καταλύτης των εξελίξεων είναι οι νέες τεχνολογίες, η εξέλιξη των οποίων δεν έχει ορατό τέλος. Ο κόσμος που διαμορφώνουν είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν που γνωρίσαμε.
Ο Μαρξ θεωρούσε πως η αλλαγή των μέσων παραγωγής (δηλαδή των μέσων που διαμορφώνουν οι νέες τεχνολογίες) θα οδηγήσει και σε αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων, άρα και σε αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας τους. Εν μέρει επαληθεύτηκε. Οι σύγχρονες, μεγάλες παραγωγικές μονάδες δεν κατέχονται από έναν επιχειρηματία, αλλά η μαρξική πρόταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας τους απέτυχε παταγωδώς.
Σίγουρα, όμως, οι τεχνολογικές αλλαγές θα αμφισβητήσουν τη δομή και τα όρια των εθνικών κρατών. Το εθνικό κράτος ήταν σύμφυτο των πρώτων φάσεων της αστικής επανάστασης και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο νέος τρόπος παραγωγής θα απαιτήσει νέα κρατικές διαμορφώσεις.
Υπάρχει μια αντίδραση σ’ αυτό, όπως διαφαίνεται στην Ιταλία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Μεγάλη Βρετανία, ακόμη και στις ΗΠΑ. Αλλά και στις ηγετικές ομάδες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίδραση λογική διότι οι κοινωνίες βλέπουν να αμφισβητείται ό,τι έχει διαμορφώσει μέχρι σήμερα το βίο τους.
Η αντίφαση μεταξύ απαιτήσεων των νέων τεχνολογιών και της κοινωνικής αντίδρασης δεν θα αρθεί παρά μόνο αν υπάρξει αξιόπιστη πρόταση που θα την ξεπερνά. Μέχρι τότε η αντίφαση θα δημιουργεί κρίσεις. Σ’ αυτές βρισκόμαστε.
Οι κρίσεις δεν είναι μόνο οικονομικές και κοινωνικές. Είναι και εθνικές. Τις τελευταίες ίσως τις εκτονώσει μια Νέα Γιάλτα, η οποία δεν βρίσκεται ακόμη κοντά. Άρα θα παραταθούν.
Από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Κίνα, την Ευρωπαϊκή Ένωση, έως τη Βρετανία, την Τουρκία, το Ισραήλ, το Ιράν, ακόμη και την Ελλάδα, οι χώρες αναζητούν μια νέα τοποθέτηση στη νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική.
Σ’ αυτήν τη διαμάχη η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης. Τόσο στα Βαλκάνια όσο και στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο η Ελλάδα αποτελεί μια παράμετρο η οποία δεν είναι αυτόνομη και αυτοδύναμη, αλλά η εκάστοτε ηγεσία της θα πρέπει να φροντίσει με τους κατάλληλους ελιγμούς και συμμαχίες να μην απολέσει και άλλα η χώρα (ήδη μια απώλεια την είχε με τη Συμφωνία των Πρεσπών).
Η Αθήνα δεν έχει πολλά περιθώρια να αποκλίνει στα μεγάλα αυτά γεωπολιτικά ζητήματα από την πολιτική των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν ακόμη και για τη συγκρότηση της κυβέρνησής της έχουν λόγο η Ουάσινγκτον, οι Βρυξέλλες αλλά και το Ισραήλ, αντιλαμβάνεστε πως το ζήτημα της συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο δεν καθορίζεται από την Αθήνα ή τη Λευκωσία, αλλά την Ουάσινγκτον.
Η Αθήνα αναζήτησε νέες συμμαχίες την περίοδο της κρίσης αλλά έπεσε πάνω στο ρωσικό και το κινεζικό τείχος. Η περιπέτεια αυτή επιβεβαίωσε πως δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, και πως η χώρα θα πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να λάβει μια καλή θέση στον μεταπολεμικό χώρο που τοποθετήθηκε.
Στο πλαίσιο αυτό μια ικανή πολιτική και τεχνοκρατική ηγεσία θα δημιουργούσε περιθώρια ευελιξίας.
Ο βαλκανικός χώρος λίγο-πολύ πήρε μια μορφή με την κυριαρχία των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας. Η Τουρκία επιχείρησε, επίσης, και επιχειρεί να διαδραματίσει κάποιον ρόλο, αλλά όσο και να προβάλλεται, τα περιθώρια είναι περιορισμένα. Η Τουρκία έχει οθωμανικό παρελθόν στην περιοχή που δεν την ευνοεί στις ευρύτερες κοινωνικές μάζες των βαλκανικών χωρών, όσο και αν υπάρχουν δικοί της θύλακες και αργυρώνητες ηγεσίες που παίζουν προσωρινά το παιχνίδι της. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτέλεσαν οι αντιδράσεις στο μνημείο που στήθηκε στην Αλβανία για τα θύματα του πραξικοπήματος στην Τουρκία, το 2016, αλλά και άλλα γεγονότα τα οποία περνούν στα ψιλά των μέσων ενημέρωσης.
Επιμένω στην Τουρκία διότι μας αφορά άμεσα, ως απειλή. Στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, η Άγκυρα επιχειρεί να τονίσει την καταλυτική παρουσία της διεκδικώντας ρόλο περιφερειακής δύναμης για να αποφύγει το διαμελισμό της από τον κουρδικό παράγοντα και τη συμμετοχή της στο ενεργειακό παιχνίδι από το οποίο κινδυνεύει να αποκλειστεί. Και τα δύο τα αντιμετωπίζει ως υπαρξιακά ζητήματα.
Τον ίδιο ρόλο περιφερειακής δύναμης διεκδικεί και το Ισραήλ, το οποίο έχει την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Το ποιος θα κερδίσει δεν είναι δύσκολα προβλέψιμο.
Για να αντιμετωπίσει τον κουρδικό κίνδυνο η Τουρκία επιχείρησε να εμπλέξει τη ΝΑΤΟ στη διαμάχη της, στα πρώτα στάδια της συριακής κρίσης, με τη Ρωσία, καταρρίπτοντας ρωσικό στρατιωτικό αεροπλάνο. Η αποτυχία της την οδήγησε στην αγκαλιά της Μόσχας διότι συνειδητοποίησε πως τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ επιδιώκουν τη δημιουργία κουρδικής οντότητας, στην αρχή, και κουρδικού κράτους στη συνέχεια. Η αμερικανική υπόσχεση για δημιουργία κουρδικού κράτους χρονολογείται από την εποχή του Γούντροου Ουίλσον.
Η εμμονή της Άγκυρας στην αποτυχημένη συριακή πολιτική της δεν έχει να κάνει με την αναζήτηση επιρροής ή ενεργειακών πηγών, αλλά με έλεγχο των Κούρδων. Και εκεί αποτυχαίνει. Το παιχνίδι είναι περίπλοκο και η Άγκυρα έχει βρεθεί μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, δυνάμεις οι οποίες στο τέλος της διαδρομής θα έρθουν σε μια μεταξύ τους συμφωνία. Ποια θα είναι η μοίρα της Τουρκίας; Τα περιθώρια πάντως ελιγμών της στενεύουν, όπως έδειξε και ο βομβαρδισμός από τη ρωσική αεροπορία τουρκικού κονβόι που μετέφερε όπλα και άλλες ενισχύσεις στους τρομοκράτες συμμάχους της στο Ιντλίμπ. Η Τουρκία αναζητά από Αμερικανούς και Ρώσους μια ζώνη ασφαλείας στη βόρεια Συρία την οποία είναι αμφίβολο αν θα της προσφέρουν.
Στην Ανατολική Μεσόγειο η Τουρκία βρίσκεται με την ενθάρρυνση της Ρωσίας, η οποία επίσης επιδιώκει παιχνίδι στην περιοχή. Εδώ θα δοθεί μια άλλη κρίσιμη μάχη. Με την παρότρυνση των ΗΠΑ η Ελλάδα συμμετέχει σε τριμερή συνεργασία με Κύπρο και Ισραήλ από τη μια και Κύπρο και Αίγυπτο από την άλλη. Στην πρώτη συνεργασία συμμετέχουν και οι ΗΠΑ αλλά είναι άδηλο ως πού θα επεκταθεί. Θα εξαρτηθεί από την Τουρκία και τη συμπεριφορά της, αλλά και το γενικότερο μοίρασμα στη Νέα Γιάλτα.
Εν κατακλείδι, η Τουρκία, όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν αποκλείεται να απασχολήσει σοβαρά τις ισχυρές δυνάμεις όταν συνέλθουν στη Νέα Γιάλτα. Κίνδυνοι, βεβαίως, υφίστανται και για τον ελληνισμό. Μετά τις Πρέσπες, μια κακή συμφωνία στο Κυπριακό είναι επίσης ορατή.