Ένα εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα στη χάραξη στρατηγικής, αλλά και τη διαχείριση της πολιτικής πραγματικότητας με την γείτονα Τουρκία, ήταν –και εν μέρει παραμένει– η αδυναμία σωστής ανάγνωσης των προθέσεων, των σχεδιασμών και της πραγματικής δύναμης (πολιτικής και στρατιωτικής) της Τουρκίας.
Το πρόβλημα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι επί δεκαετίες δεν μεταφράζονταν από τα τουρκικά τα ιδεολογικά κείμενα, μελέτες, βιβλία και άρθρα, τα οποία είτε εμπνέουν τους Τούρκους πολιτικούς για να σχεδιάσουν την τουρκική στρατηγική είτε την αντικατοπτρίζουν. Τα περισσότερα άρθρα Ελλήνων δημοσιογράφων που αναφέρονται στην Τουρκία στηρίζονταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια σε αγγλική, γαλλική ή γερμανική αρθρογραφία-ανάλυση, και λιγότερο ρωσική, στην οποία όμως αντικατοπτρίζονται και τα συμφέροντα της κάθε χώρας.
Αναφέρω παραπάνω ότι η αδυναμία αυτή παραμένει εν μέρει, γιατί τα τελευταία χρόνια –ευτυχώς για εμάς, γιατί δυστυχώς συνεχίζουμε να κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου– οι Τούρκοι αρχίζουν και δημοσιεύουν βιβλία, μελέτες, αναλύσεις και άρθρα στα αγγλικά, άρα οι αγγλόφωνοι Έλληνες δημοσιογράφοι και αναλυτές (ναι, υπάρχουν και τέτοιοι) απέκτησαν τη δυνατότητα πρωτογενούς μελέτης των ιδεών που επεξεργάζονται και δημοσιεύουν Τούρκοι αναλυτές, αρθρογράφοι και πολιτικοί επιστήμονες.
Όλη αυτή η κατάσταση που περιεγράφη παραπάνω δημιούργησε και προκάλεσε την αδυναμία δημοσιογράφων και πολιτικών να κατανοήσουν τους στρατηγικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας, το μέγεθος της απειλής, το μέγεθος της πολιτικής, διπλωματικής και στρατιωτικής της ισχύος, με αποτέλεσμα όποτε εμφανίζονταν διεκδικήσεις ή απειλές της Τουρκίας στο Αιγαίο, οι πολιτικοί μας –και μάλιστα υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας– να βρίσκουν την εύκολη λύση: «Η Τουρκία απειλεί την Ελλάδα και θέλει να προκαλέσει ένταση, για να κάνει εξαγωγή των εσωτερικών της προβλημάτων».
Ναι, αυτήν την ουρανομήκη ανοησία την ακούσαμε χρόνια τώρα από επίσημα ελληνικά χείλη και δυστυχώς την ακούμε μέχρι σήμερα, παρότι η απειλή στην Αν. Μεσόγειο, το Καστελόριζο και το Αιγαίο είναι πλέον κάτι παραπάνω από ορατή και προφανής.
Για τους παραπάνω λόγους, θα αποπειραθούμε και σήμερα, με τη μετάφραση ενός έγκριτου Τούρκου αρθρογράφου, να παρουσιάσουμε στοιχεία της αποτελεσματικότητας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και της εξάρτησής της από τις μεγάλες δυνάμεις. Πρόκειται για το άρθρο του Γκιοκχάν Μπατζίκ, που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα ahvalnews, με τίτλο «Bir bozgunun anatomisi» (Η ανατομία μιας ήττας).
Ακολουθεί η μετάφραση:
Αν κάναμε ανάλυση της πολιτικής που ακολούθησε η Τουρκία στο θέμα της Συρίας με βάση την κατάσταση που επικρατεί σήμερα, θα μπορούσαμε να την συμπυκνώσουμε σε τέσσερις τίτλους:
- Η Τουρκία δεν κατόρθωσε να ανατρέψει τον Άσαντ, όπως είχε σχεδιάσει και περίμενε. Όλες οι ένοπλες ομάδες που υποστήριξε, στο τέλος απέτυχαν.
- Ο καβγάς για την αλλαγή καθεστώτος στη Συρία οδήγησε στη γέννηση μιας πολιτικής κουρδικής οντότητας.
- Ο στόχος της Τουρκίας να καταστεί σε βάθος χρόνου παράγοντας που θα επηρεάζει τις εξελίξεις στη Συρία, απέτυχε. Η Τουρκία υπάρχει στην περιοχή, όμως ακόμα και το παραμικρό βήμα των στρατιωτικών της μονάδων που είναι στη Συρία, γίνεται κατόπιν αδείας των ΗΠΑ και της Ρωσίας, οι οποίες καθορίζουν τα πάντα.
- Τελικά, η κατάσταση που τείνει να διαμορφωθεί στη Συρία δημιουργεί ένα πρόβλημα σε βάθος χρόνου για την Τουρκία, που θα προκαλέσει μεγάλη απώλεια ενέργειας και πόρων σε τομείς όπως είναι η οικονομία, η ασφάλεια και πολλοί άλλοι.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η Τουρκία στην κρίση της Συρίας είναι αντιμέτωπη με μια μεγάλη ήττα. Αν θέλουμε δε να αναζητήσουμε τις βαθιές ρίζες της ήττας, θα τις εντοπίσουμε σε δύο βασικές αιτίες: Τις επιλογές των ισλαμιστών στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και στη θεσμική κρίση που σοβεί στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις (ΤΕΔ).
Με άλλα λόγια, πίσω από την ήττα στη Συρία κρύβεται η αποτυχία και αναποτελεσματικότητα των πολιτικών και των ενόπλων δυνάμεων.
Όσον αφορά την πολιτική, για πρώτη φορά οι ισλαμιστές παρέκκλιναν της παραδοσιακής εξωτερικής πολιτικής των κεμαλιστών, παραβιάζοντας δύο βασικές αρχές της.
Όπως έχει αναφέρει και ο Baskın Oran, πρόκειται για τις βασικές αρχές της στατικότητας [σ.τ.μ.: σεβασμού των συνόρων] και του προσανατολισμού προς τη Δύση. Οι ισλαμιστές που χάραξαν την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στην κρίση της Συρίας εφάρμοσαν μια αναθεωρητική και αντιδυτική πολιτική. Εγκατάλειψαν την πολιτική της στατικότητας και προσπάθησαν να ανατρέψουν τον Άσαντ, εφαρμόζοντας μια ριζοσπαστική αναθεωρητική πολιτική.
Αυτό ήταν μια μεγάλη ανατροπή, αφού η Τουρκία για πρώτη φορά προσπάθησε να ανατρέψει την κυβέρνηση μιας γειτονικής χώρας χρησιμοποιώντας διπλωματικά μέσα και στρατιωτικά τμήματα.
Την ίδια στιγμή, εγκατάλειψε την φιλοδυτική και προσπαθεί να εφαρμόσει μια φιλορωσική πολιτική. Η ανατροπή αυτή στην πολιτική της Τουρκίας στη Συρία έγινε γιατί οι ισλαμιστές πάντα θεωρούσαν ότι η εξωτερική πολιτική της Άγκυρας είναι ευπροσάρμοστη, αποκομμένη από τον ισλαμικό κόσμο και υπό την επιρροή των δυνάμεων της Δύσης.
Οι ισλαμιστές άδραξαν την ευκαιρία μετά την Αραβική Άνοιξη και έκαναν βήματα με βάση τη θεωρία που είχαν στο κεφάλι τους: Με βάση αυτήν υποστήριξαν διάφορες ομάδες ενόπλων από τη Λιβύη μέχρι τη Συρία. Η Τουρκία πλέον είναι –διά της τεθλασμένης ή απευθείας– εμπόλεμο μέρος σε πολλές περιοχές.
Αν εξεταστούν όλα αυτά, τότε προκύπτει ότι στη Συρία η Τουρκία εφάρμοσε την πολιτική των ισλαμιστών.
Η δεύτερη βασική αιτία της ήττας της Τουρκίας είναι η κρίση στις ΤΕΔ. Η πιο σημαντική παράμετρος αυτής της κρίσης είναι ιδεολογική κρίση. Όλοι οι στρατοί ενεργούν με βάση το σύνταγμα της κάθε χώρας, έχουν όμως και ένα ιδεολογικό κίνητρο. Οι στρατοί δεν είναι οργανισμοί που δημιουργήθηκαν απλώς για να πολεμούν καλά, αλλά οργανισμοί που πρέπει να διαπαιδαγωγούνται με βάση ορισμένα εθνικά και επιχειρησιακά δόγματα. Σήμερα είναι ακαθόριστο το ιδεολογικό κίνητρο των ΤΕΔ.
Από την άλλη πλευρά, όλος αυτός ο καβγάς για την αποκεμαλοποίηση των ΤΕΔ, προκάλεσε ένα σχίσμα στο σώμα.
Το σχίσμα και οι ομαδοποιήσεις έχουν επηρεάσει τις προαγωγές και τις μεταθέσεις των αξιωματικών. Και όπως είναι φυσικό, το σχίσμα οδηγεί στην περιθωριοποίηση μιας μερίδας ικανών στελεχών των ΤΕΔ. Από την άλλη, ο καβγάς που έχει αρχίσει στις ΤΕΔ για το ποιος θα επικρατήσει, σε συνδυασμό με τα όσα επακολούθησαν του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, τις έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση αναπηρίας. Κι αυτό είναι φανερό από την απογοητευτική εικόνα που εκπέμπουν οι ΤΕΔ στην κοινή γνώμη.
Και η πιο σημαντική πλευρά στην σοβούσα κρίση στις ΤΕΔ, είναι ο τρόπος που χρησιμοποιήθηκαν στη Συρία, ως αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων, χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν επιχειρησιακά δεδομένα.
Οι ΤΕΔ στην κρίση της Συρίας χρησιμοποιήθηκαν ως όχημα για πολιτικούς σκοπούς. Έτσι, η συμμετρική και ασύμμετρη στρατηγική που ακολουθήθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια, ήταν αποτέλεσμα πολιτικών υπολογισμών, ορισμένες φορές ρομαντικών.
Φυσικά και η εμπλοκή των ΤΕΔ στο παρελθόν σε κινήματα εναντίον των πολιτικών είναι κατακριτέα. Όμως στη νέα Τουρκία χάθηκε το μέτρο, και οι ΤΕΔ κατάντησαν εξ ολοκλήρου ένα όχημα των πολιτικών για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής.
Μια Τουρκία με κοινωνία που την πιο σοβαρή εξέλιξη την ξεχνά μέσα σε δύο ημέρες μπορεί να μην αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ήττας, όμως αυτή η ήττα στη Συρία είναι η πρώτη σημαντική ήττα της μετά την ίδρυσή της, το 1923, και όσο περνάει ο καιρός θα γίνονται ορατές σε όλους μας οι αρνητικές της συνέπειες.