Ο γλύπτης Βάσος Δούκα Καπάνταης (1924-1990) γεννήθηκε από Περγαμηνούς γονείς πρόσφυγες στη Μυτιλήνη. Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών και Αρχαιολογία στο Εθνικό Πανεπιστήμιο. Σε όλη του τη ζωή δεν ξέχασε ποτέ την Πέργαμο και τη μικρασιατική γη. Τόσο στα καλλιτεχνικά έργα του όσο και στα γραπτά του κυριαρχεί το μικρασιατικό πνεύμα και διαφαίνεται η αγάπη του για την Ελλάδα και για τον κόσμο της Ιωνίας, παράλληλα με την αγάπη για τη ζωή, τον έρωτα και τη νιότη.
Σημαντικά γλυπτά του στολίζουν την πλατεία της Εστίας Νέας Σμύρνης, καθώς και πολλούς μικρασιατικούς ή άλλους δήμους της χώρας. Ήταν παντρεμένος με τη γνωστή συγγραφέα Ισμήνη Καπάνταη.
Στην εισαγωγή της ποιητικής συλλογής του Εν Περγάμω ο Β. Καπάνταης σημειώνει: «Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν από το 1961 έως το 1972 και εκδίδονται τώρα για την επέτειο των πενήντα χρόνων των σφαγών και του διωγμού των Ελλήνων της Μικρασίας. Μου τα ενέπνευσαν ο πατέρας μου –όσο πρόλαβε– και η μητέρα μου Θελξιόπη Δούκα Καπάνταη, το γένος Τσούρτσουλα (1885-1967), μιλώντας για την πατρίδα της, την Πέργαμο, από τα παιδικά μου τα χρόνια. Εκείνη μ’ έκανε ν’ αγαπώ ό,τι είναι μικρασιατικό, εκείνη με έμαθε να περιμένω την ημέρα του γυρισμού κι αυτήν την ημέρα περιμένω ώρα με την ώρα».
Αύγουστε της προσφυγιάς,
Αύγουστε καλέ μου μήνα,
Αύγουστε Περγαμηνέ,
Αύγουστε θλιμμένε μήνα.
[9/8/1970]
Αυτόν τον Αύγουστο θα ’ρθω,
τον Αύγουστο του θερισμού
που έμεινε ατελείωτος,
τον Αύγουστο του αίματος,
τον Αύγουστο του Διωγμού.
Αυτόν τον Αύγουστο θα ’ρθω,
τον Αύγουστο της προσφυγιάς,
τον Αύγουστο της Πέργαμος.
Αυτόν τον Αύγουστο θα ’ρθω
μαζί με την μητέρα μου,
μαζί μ’ όλους τους πρόσφυγες
που πέθαναν στην ξενιτιά
μιλώντας για την Πέργαμο.
Αυτόν τον Αύγουστο θα ’ρθω.
[26/8/1969]
Βραδιάζει πάλι Πέργαμο,
πάλι θροούν τα φύλλα στις συκιές.
Ένας ακόμη Αύγουστος ήρθε
και σε ζητώ μ’ όλες μου τις αισθήσεις.
Κρατώ τη φωτογραφία σου στα χέρια μου
και λυτρώνομαι κάνοντας τον πόνο μου απέραντο.
Περπατώ στους δρόμους σου,
βλέπω τα παραθύρια των σπιτιών σου
και περιμένω ώρα την ώρα να φωτιστούν
και τόσο βέβαιος είμαι πως αυτού βρίσκομαι
που λάδι καμένο σε τηγάνισμα μυρίζω
και πετρέλαιο απ’ αναμμένη λάμπα.
Να ’ταν στ’ αλήθεια πράγματι Πέργαμο.
«Το κεντρικόν μέρος της πόλεως Περγάμου»,
γράφει στη φωτογραφία σου
και κάτω σε παρένθεση που μοιάζει
με χέρια τρυφερά που περιβάλλουν
«Τα ερείπια του Κιζίλ-αβλί»,
ο βωμός του Αγίου Αντύπα σου Πέργαμο,
και δεξιά «ο Μητροπολιτικός Ναός».
Γλυκός που είναι ο πόνος σου.
Τώρα σκοτείνιασε μα φώτα δεν άναψαν,
δεν διακρίνω πια το σπίτι μου,
και μέσα στο τετράγωνο σχήμα σου
μόνο το άσπρο του ορίζοντα χρώμα ξεχωρίζω,
εκεί που ο ήλιος έδυε την ώρα που
σε χαρτί πάνω κράτησαν την εικόνα σου, ποιος να το ’ξερε;
Ποια να ’ταν αυτή η ώρα Πέργαμο;
Κοιμήσου και σήμερα μόνη σου
και πνίξε τον πόνο σου.
Θα ξημερώση η ημέρα που θα ξυπνήσης
από φωνές κι από τραγούδια των παιδιών σου.
Μόνο μια ώρα μακριά σου
βρισκόμαστε Πέργαμο.
[2/8/1964]
Καημένε λαέ, εχθρικέ λαέ,
συγκάτοικε λαέ.
Κι οι δυο μας
το καθήκον μας πράξαμε,
το καθήκον μας το υπέρτατο
που μας έμαθαν απ’ τα τρυφερά μας τα χρόνια.
Κι οι δυο μας το καθήκον μας πράξαμε
για τα φτωχικά πατρογονικά μας
πνιγμένοι στο αίμα και στο μίσος.
Καημένε λαέ,
εχθρικέ λαέ.
[27/1/1971]