Έχει συνδέσει το όνομά της με τους αθλητές υψηλών επιδόσεων, ως συνέπεια πτώσης από ύψος, απότομης αλλαγής κατεύθυνσης ή άμεσης πλήξης του γόνατος, αλλά μπορεί να αφορά και οποιονδήποτε ασχολείται με τον αθλητισμό ακόμα και σε ερασιτεχνικό επίπεδο, ή –στον γενικό πληθυσμό– να είναι αποτέλεσμα ατυχήματος.
Ο λόγος για τη ρήξη του πρόσθιου χιαστού, μία από τις πιο σοβαρές και πιο συχνές κακώσεις στο γόνατο, με συχνά μεγάλη περίοδο αποθεραπείας.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Ορθοπεδικών Χειρουργών (American Academy of Orthopaedic Surgeons) για τον σοβαρό αυτόν τραυματισμό, που δυστυχώς υπέστη χθες το βράδυ ο Γιάννης Αθηναίου στο παιχνίδι της Εθνικής με τη Σερβία, δείχνουν ότι περίπου 200.000 Αμερικανοί κάθε χρόνο παθαίνουν ρήξη πρόσθιου χιαστού, με τους περισσότερους από τους μισούς να αντιμετωπίζουν τον τραυματισμό με χειρουργική επέμβαση. Οι ανατομικές, ορμονικές και γενετικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα κάνουν τις γυναίκες πιο ευάλωτες, ενώ νεότερες μελέτες στις ΗΠΑ καταγράφουν αύξηση των περιστατικών σε παιδιά και έφηβους που αθλούνται. Πιο ευάλωτοι κατά 15% είναι και όσοι έχουν ήδη υποστεί μία φορά ρήξη στο άλλο γόνατο.
Τα συμπτώματα
Ο πρόσθιος χιαστός μαζί με τον οπίσθιο χιαστό, τον έσω πλάγιο και τον έξω πλάγιο, είναι βασικός σταθεροποιητής του γόνατος. Ο κύριος ρόλος του είναι να αποτρέπει την κνήμη από το να ολισθαίνει μπροστά σε σχέση με το μηρό – στην πραγματικότητα παρέχει κατά 90% τη σταθερότητα σε ένα γόνατο. Διασχίζει διαγώνια την άρθρωση και συνδέει το πίσω μέρος της βάσης του μηριαίου οστού με το πάνω μέρος της κνήμης. Κατά 90% αποτελείται από ινίδια κολλαγόνου τύπου I, και κατά 10% από ινίδια κολλαγόνου τύπου II.
Σε αντίθεση με τις εκφυλιστικές παθήσεις του γόνατος, η ρήξη του πρόσθιου χιαστού είναι οξεία και σχεδόν πάντα οφείλεται σε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός (π.χ. τροχαίο) ή σε τραυματισμό. Οι στατιστικές που προέκυψαν από τη μελέτη βίντεο αθλητών αναφέρουν ότι το 70% των τραυματισμών είναι ανέπαφοι, και συνήθως συμβαίνουν κατά την απότομη επιβράδυνση ή προσγείωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως το γόνατο είναι σχεδόν σε ευθεία και σταθερή θέση ενώ ο αθλητής προσπαθεί να κάνει περιστροφική κίνηση, όπως είναι για παράδειγμα η κίνηση pivot στο μπάσκετ.
Η ρήξη (μερική ή ολική) προκαλείται καθώς ο σύνδεσμος –παρά την υψηλή αντοχή του– τεντώνεται πέραν του φυσιολογικού και κόβεται.
Οι περισσότεροι που έχουν υποστεί ρήξη πρόσθιου χιαστού περιγράφουν ότι άκουσαν ένα «ποπ» ή «κρακ», και ότι στη συνέχεια το πόδι τους έφυγε ή κόλλησε. Βαθύς πόνος μέσα στο γόνατο και πρήξιμο είναι τα πρώτα σημάδια, και ανάλογα με τη βλάβη περιορίζεται η κίνηση της άρθρωσης του γονάτου και υπάρχει αστάθεια.
Η θεραπεία
Η διάγνωση γίνεται κυρίως με οδηγό την κλινική εικόνα, που θα δείξει πόσο σταθερό και λειτουργικό είναι το γόνατο. Επικουρικό αλλά σημαντικότατο ρόλο στην ανίχνευση των υπόλοιπων βλαβών του γόνατος (ρήξη μηνίσκου, χόνδρινες βλάβες) παίζει η μαγνητική τομογραφία. Η εξέλιξη των τομογράφων, και συνεπώς η καλύτερη απεικόνιση της παθολογίας του γονάτου, είχαν ως αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να αποδειχθεί ότι η ρήξη του πρόσθιου χιαστού δεν είναι απαραίτητο να είναι πλήρης. Σε περιπτώσεις μερικής ρήξης ένα ακριβές ιστορικό και μια ενδελεχής εξέταση θα καταδείξουν τη σωστή αποθεραπεία και την αναγκαιότητα ή μη ενός χειρουργείου. Πλέον οι εξειδικευμένες τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί δίνουν τη δυνατότητα στους χειρουργούς να αποκαταστήσουν με αρθροσκοπική πλαστική μόνο το τμήμα του συνδέσμου που έχει σπάσει, και να κρατήσουν το υγιές.
Σε περιπτώσεις όμως πλήρους ρήξης, λαμβάνοντας πάντα υπόψιν την ηλικία, το φύλο, το επάγγελμα και το άθλημα του ασθενούς (και με δεδομένο ότι ο πρόσθιος χιαστός σύνδεσμος δεν επουλώνεται και δεν αποκαθίσταται η λειτουργία του), η χειρουργική αντιμετώπιση είναι συνήθως μονόδρομος.
Ο γιατρός θα χρησιμοποιήσει μόσχευμα (τενόντιο από τον ίδιο ασθενή ή τεχνητό) για την αντικατάσταση του συνδέσμου προκειμένου το γόνατο να γίνει πάλι σταθερό και λειτουργικό.
Η περίοδος επιστροφής στις αθλητικές δραστηριότητες εξαρτάται από το πράσινο φως του ορθοπεδικού προκειμένου να μην υπάρξει κίνδυνος για το μόσχευμα, αλλά συνήθως κυμαίνεται από 6 έως 12 μήνες.
- Πηγή: minisco.gr.