Είναι ένα τηλεοπτικό κανάλι θρησκευτικού χαρακτήρα που προβάλλει την Εκκλησία και την ευλογημένη Ορθοδοξία μας. Το έργο που επιτελεί είναι ανεκτίμητο. Μόνο οι ακολουθίες της εκκλησίας μας που δείχνει, και οι ψυχοφελείς εκπομπές του, φτάνουν για να του δώσει κανείς τα εύσημα. Ξέρετε τι θα πει να μπορούν οι ανήμποροι, οι καθηλωμένοι στο κρεβάτι τους, οι πονεμένοι άνθρωποι που δεν μπορούν να πάνε στην εκκλησία, να βλέπουν στην τηλεόραση τις ιερές ακολουθίες; Μεγάλη υπόθεση! Αλλά κι οι ξενιτεμένοι; Ειδικά όσοι δεν έχουν ορθόδοξη εκκλησιά κοντά στην περιοχή που μένουν, ώστε να εκκλησιάζονται τακτικά.
Ξέρετε τι ανάπαυση, τι βάλσαμο είναι γι’ αυτούς να βλέπουν αυτό το κανάλι με τη δορυφορική τηλεόραση ή το διαδίκτυο;
Σ’ αυτό το μικρό αλλά σπουδαίο κανάλι είχε παλιότερα εκπομπή λόγου ένας καλός πατριώτης που είναι δάσκαλος και θεολόγος. Για πολλά χρόνια από το βήμα της εκπομπής του πέρασαν δεκάδες αξιόλογοι άνθρωποι που δημιούργησαν με τον προφορικό λόγο τους ένα έργο πνευματικό μιας κάποιας αξίας. Το θεματικό περιεχόμενο των εκπομπών ήταν από καλεσμένο σε καλεσμένο διαφορετικό. Στον πυρήνα τους, όμως, βρίσκονταν συνήθως η πατρίδα κι η Ορθοδοξία, και οι πατροπαράδοτες αξίες του έθνους μας που –είτε το θέλουμε και το παραδεχόμαστε είτε όχι– ορίζουν αυτό που λέμε εθνική ταυτότητα. Ο οικοδεσπότης και οι καλεσμένοι του παρήγαγαν αυτό το έργο αφιλοκερδώς, πράγμα που έχει τη σημασία του και κάτι δείχνει.
Είμαι ένας απ’ αυτούς που μίλησαν σε τούτη την εκπομπή. Η πρόσκληση έγινε με αφορμή την έκδοση του πρώτου βιβλίου μου με τίτλο Σαν παλιόψαθα των εθνών. Με κάλεσε ο δάσκαλος και πήγα, παρά το γεγονός ότι είμαι αρκετά βαρύς σε τέτοια πράγματα. Ένιωσα όμως ένα χρέος, και πήγα· το ίδιο χρέος και η ίδια ευαισθησία είναι που με κάνει να γράφω τα άρθρα που διαβάζετε εδώ. Μια μέρα καθημερινή, λοιπόν, έφυγα κατευθείαν από το πανεπιστήμιο όπου δούλευα και πήγα στο κανάλι και γυρίσαμε την εκπομπή μ’ αυτόν τον άνθρωπο που δεν τον ήξερα προσωπικά. Είχα, βέβαια, παρακολουθήσει αρκετές εκπομπές του τα προηγούμενα χρόνια· μού είχε φανεί αγνός και θερμός πατριώτης.
Όπως ήμουν πήγα, χωρίς καμιά προετοιμασία. Μονάχα το σταυρό μας κάναμε πριν ν’ αρχίσουν οι κάμερες να γράφουν. Μας φώτισε ο Θεός και βγήκε καλή και χρήσιμη η κουβέντα μας που γράφτηκε μονοκοπανιά, δηλαδή όπως έγινε – χωρίς μοντάζ. Το καλύτερο απ’ όλα ήταν πως η εκπομπή ανέβηκε και στο επίσημο κανάλι που διατηρεί η συγκεκριμένη τηλεόραση σε μια από τις γνωστότερες διαδικτυακές πλατφόρμες που υπάρχουν παγκοσμίως. Εκεί υπάρχουν αρχεία όλων των εκπομπών. Έτσι, κάποιος στην Ελλάδα ή το εξωτερικό που δεν παίρνει χαμπάρι ή χάνει μια τηλεοπτική μετάδοση, μπορεί σε δεύτερο χρόνο να παρακολουθήσει με την άνεσή του όποιο πρόγραμμα επιθυμεί.
Πράγματι, αυτό φάνηκε πως γινόταν συνέχεια στη διάρκεια των επόμενων μηνών με τη συγκεκριμένη εκπομπή στην οποία συμμετείχα. Έμπαινε κόσμος κι έβλεπε. Χαιρόμουν, λοιπόν, κι εγώ ο καημένος. Έμπαινε κόσμος κι έβλεπε…
Και σ’ ένα Ελληνόπουλο που είδε την εκπομπή να έδωσα κάποιο καλό πρότυπο, κάπου ν’ άγγιξα την ψυχή του, χαλάλι! Δεν πληρώνεται η χαρά αυτής της ανιδιοτελούς προσφοράς.
Όμως η χαρά κράτησε λίγο. Μετά από λίγους μήνες το κανάλι αποφάσισε να σταματήσει τη συγκεκριμένη εκπομπή και τη συνεργασία του με τον δάσκαλο. Ως εδώ καλά· κανένα πρόβλημα. Δικό τους το κανάλι, είχαν κάθε δικαίωμα. Αυτό που έκαναν στη συνέχεια, όμως, με άφησε άναυδο. Ολόκληρο το αρχειακό υλικό της εκπομπής, που λεγόταν «Γράμματα Σπουδάματα» (και μόνον αυτό), εξαφανίστηκε, διαγράφηκε, καταργήθηκε από τη διαδικτυακή πλατφόρμα. Εξαφάνισαν από την ιστορία ένα πνευματικό έργο χρόνων· κατάργησαν ξαφνικά την πρόσβαση στην καταγεγραμμένη κατάθεση λόγου τόσων ανθρώπων, που τους προσφέρθηκε αφιλοκερδώς.
Επειδή το κανάλι διατηρούσε την εκπομπή αλλά και το αρχείο της στο διαδίκτυο για σειρά ετών, μπορεί εύλογα να υποθέσει κανείς ότι η έμπνευση της επονείδιστης και απαράδεκτης αυτής πράξης δεν ήταν δική τους. Προφανώς τους το επέβαλε κάποιος που ήταν σε θέση να το κάνει. Ούτε ξέρω, ούτε και μ’ ενδιαφέρει να μάθω ποιος ήταν. Δεν μ’ ενδιαφέρουν τα πρόσωπα, αλλά η ποιότητα των πράξεων και των νοοτροπιών, η παθογένεια της εποχής μας.
Δεν έχω πρόβλημά με το κανάλι, το οποίο τιμώ για το σπουδαίο έργο του. Επίσης, δεν δίνω δεκάρα για τη δική μου προβολή. Εάν με ένοιαζε θα είχα κάνει ήδη έναν δικό μου λογαριασμό στη συγκεκριμένη διαδικτυακή πλατφόρμα και θα είχα ανεβάσει μέσα σ’ ένα λεπτό το βίντεο της εκπομπής στην οποία συμμετείχα. Δεν το έκανα, όμως. Ας πούμε ότι δεν είναι το στιλ μου…
Το ζήτημα που θέλω ν’ αναδείξω σχετίζεται αποκλειστικά με την ποιότητα της αδιανόητης πράξης του ξεπαστρέματος ενός υφιστάμενου πνευματικού δημιουργήματος χρόνων.
Η φασιστική νοοτροπία, ο σκοταδισμός, ο φονταμενταλισμός και η οπισθοδρόμηση κρίνονται από πράξεις. Και όχι βέβαια από ετικέτες και ρετσινιές που κολλάν αυθαίρετα εδώ κι εκεί κάποιοι προπαγανδιστές παρλαπίπες της κακιάς ώρας.
Δεν κατακρίνω πρόσωπα. Κρίνω, όμως, την πράξη που διαπνέεται από μισαλλοδοξία, αυταρχισμό και μικροπρέπεια, ως απολύτως αγενή, απρεπή, αισχρή κι αψυχολόγητη.