Με το… δεξί ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε η πρώτη ερευνητική περίοδος στη θαλάσσια περιοχή στη Λέβιθα, το ανατολικότερο μιας συστάδας τεσσάρων απομονωμένων νησιών που γεφυρώνουν το θαλάσσιο πέρασμα από τις Κυκλάδες στα Δωδεκάνησα.
Η έρευνα της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων υπό τον δρ Γιώργο Κουτσουφλάκη πραγματοποιήθηκε από τις 15 έως τις 29 Ιουνίου.
Πιο αξιόλογο από τα ναυάγια που εντοπίστηκαν είναι αυτό με το μικτό φορτίο αμφορέων από το Αιγαίο (Κνίδος, Κως και Ρόδος), τη Φοινίκη και την Καρχηδόνα, που χρονολογείται λίγο πριν από τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., εποχή κατά την οποία οι Πτολεμαίοι και Αντιγονίδες έριζαν για τη ναυτική κυριαρχία στο Αιγαίο.
(Φωτ.: Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων)
Το δεύτερο ναυάγιο είναι με αμφορείς από την Κνίδο το οποίο χρονολογείται στην ίδια περίοδο, ενώ εντοπίστηκαν τρία ακόμα με φορτία Κώων ή ψευδο-Κώων αμφορέων (του 2ου και 1ου αι. π.Χ. και του 2ου αι. μ.Χ.), ένα με φορτίο αμφορέων από το Βόρειο Αιγαίο του 1ου αιώνα π.Χ., ένα φορτίο ροδιακών αμφορέων του 1ου αι. μ.Χ. και τέλος ένα ναυάγιο με αμφορείς που χρονολογούνται στην παλαιοχριστιανική περίοδο.
Από τα ευρήματα που ανελκύστηκαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας γρανιτένιος στύπος άγκυρας βάρους 400 κιλών.
Βρισκόταν σε βάθος 45 μ., χρονολογείται πιθανότατα στον 6ο αιώνα π.Χ. και είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος λίθινος στύπος της Αρχαϊκής περιόδου που έχει εντοπιστεί έως σήμερα στο Αιγαίο. Η χρήση του παραπέμπει, προφανώς, σε πλοίο κολοσσιαίων για την εποχή του διαστάσεων.
(Φωτ.: Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων)
Η έρευνα που ξεκίνησε φέτος έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το 2021. Σκοπός είναι ο εντοπισμός και η τεκμηρίωση των αρχαίων ναυαγίων στην παράκτια ζώνη του νησιωτικού αυτού συμπλέγματος (εκτός από τη Λέβιθα περιλαμβάνονται οι νήσοι Μαυριά, Γλάρος και Κίναρος), που φαίνεται ότι έπαιξε καίριο ρόλο στην αρχαία και νεώτερη ναυσιπλοΐα.
Κατά τη φετινή περίοδο οι καταδύσεις έγιναν κυρίως στις νότιες και δυτικές ακτές της νήσου – καλύφθηκε ερευνητικά περίπου το 30% των 35 χιλιομέτρων της ακτογραμμής. Εντοπίστηκαν ίχνη από οκτώ συνολικά ναυάγια τα οποία χρονολογούνται κυρίως στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο. Εκτός των ναυαγίων καταγράφηκε και πλήθος μεμονωμένων ευρημάτων, κυρίως απορρίψεις κεραμικής και άγκυρες, που τεκμηριώνουν μια συνεχή χρήση του θαλάσσιου αυτού δρόμου από την Αρχαϊκή έως και την Οθωμανική περίοδο.
Σημαντικές για τους αρχαιολόγους ήταν οι πληροφορίες από τους αλιείς και τους σπογγαλιείς που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και τη Βρετανική Ακαδημία Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, και υποστηρίχθηκε υλικοτεχνικά από τους κατοίκους της Πάτμου Αλέξανδρο Schwarzenberg, Μιχάλη Βαγενά, Διονύσιο Κλεούδη, Θεολόγο Γιάνναρο, καθώς και από την οικογένεια του Δημητρίου Καμπόσου που κατοικεί μόνιμα στο νησί της Λέβιθας.