Η αστική τάξη αποτελεί τον θεμέλιο λίθο σε ό,τι γνωρίζουμε σήμερα ως σύγχρονο Δυτικού τύπου κράτος. Αναφέρεται στους ανθρώπους του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα, ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε κατακόρυφα κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση. Η εμπεδωμένη, με όρους εθνικής παιδείας και ευθύνης αστική τάξη, συνδέθηκε με την εδραίωση καπιταλιστικών δομών οικονομικής οργάνωσης και τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όπως τη γνωρίζουμε στις μέρες μας.
Η περίπτωση της Τουρκίας δεν μπορεί να περιγραφεί αποκλειστικά σε ιστορικό χρόνο, μιας και η διαδικασία καλλιέργειας εθνικής συνείδησης στην εν λόγω χώρα κάθε άλλο παρά ολοκληρωμένη μπορεί να θεωρηθεί.
Η εθνική συνείδηση συνδέεται άρρηκτα με την ύπαρξη μιας κραταιάς αστικής τάξης η οποία αισθάνεται υποκείμενη του κρατικού μηχανισμού, αλλά και ο κρατικός μηχανισμός την προστατεύει και διαφυλάττει τα συμφέροντά της. Με αυτόν τον τρόπο, τα συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα πληρώνουν τους φόρους τους, προχωρούν σε ευεργεσίες και δωρεές και ταυτίζουν τα συμφέροντά τους με τα κρατικά, γιατί το ίδιο το κράτος φροντίζει να προστατεύει τα λεγόμενα «δευτερογενή εθνικά συμφέροντα», δηλαδή την παρουσία των ιδιωτών και των κεφαλαίων τους εκτός των συνόρων του. Όταν αδυνατεί ή αποφεύγει να το πράξει αυτό, τότε μακροπρόθεσμα η αστική τάξη απομακρύνεται στο πλαίσιο ενός άλλου «brain drain».
Στην ισχνή ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού αποδόθηκε η οθωμανική ήττα στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, καθώς απουσίαζε η «εθνική αστική τάξη» η οποία θα τροφοδοτούσε την αυτοκρατορική «φαρέτρα» συντελεστών ισχύος. Οι προσπάθειες είχαν αποτύχει επανειλημμένως κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, καθώς τα κατασκευάσματα δεν ήταν παρά θεωρητικά και οντολογικά αβάσιμα: Οθωμανισμός, Πανισλαμισμός, Ιδιότυπος εξευρωπαϊσμός (Τανζιμάτ). Το τέλος των Διομολογήσεων και η αναβάθμιση της τουρκικής γλώσσας οδήγησαν στην ανάπτυξη εκείνων των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών οι οποίες θα δύναντο να προετοιμάσουν το έδαφος για την άνοδο της εθνικιστικής ιδεολογίας.
Με άλλα λόγια, η δημιουργία «εθνικής αστικής τάξης» προϋπέθετε την εθνικοποίηση των οικονομικών δομών, κάτι που δεν είχε εκκολαφθεί ακόμη στις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Εξάλλου η ιδιωτική πρωτοβουλία απουσίαζε, καθώς το κεμαλικό βέλος του «κρατισμού» ήταν και εκείνο σημαντικό, ώστε η διαδικασία εθνογένεσης και κρατογένεσης να τεθούν υπό αυστηρό έλεγχο. Αυτήν τη λογική υπηρέτησε πιστά ο Ισμέτ Ινονού, ίσως πιστότερα και από τον Μουσταφά Κεμάλ, δεδομένης και της συστημικής ευκαιρίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με πρωθυπουργό τον Σουκρού Σαράτσογλου, το 1942 εισήγε το «φόρο περιουσίας» ο οποίος στόχευσε στην καταστροφή της πολυεθνικής παράδοσης της Κωνσταντινούπολης και των μεγάλων πόλεων της δυτικής Τουρκίας, χάριν της δημιουργίας μιας τάξης Τούρκων κεφαλαιούχων.
Το γεγονός αυτό ήταν μόνο ένα επεισόδιο από μια σειρά γεγονότων προσπάθειας εμπέδωσης ανθρωπολογικής «καθαρότητας», με κορύφωση τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1955.
Μόλις μετά τη δεκαετία του ’50 και την είσοδο του ισλαμικού στοιχείου στην πολιτική με τον Μεντερές κατέστη εφικτή η καλλιέργεια της «νέας αστικής θρησκείας», η οποία αδυνατούσε όμως να προσελκύσει συνολικά τον πληθυσμό της υπαίθρου. Από τη μια πλευρά δεν μπορούσε να ταυτιστεί με τις μεταφυσικές προτεραιότητες των ευρέων λαϊκών μαζών, ενώ από την άλλη αντιμετώπιζε δυσκολίες να «παράγει πλούτο» και άρα να ικανοποιήσει τις ανάγκες των ανθρώπων του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα, στους οποίους αναφερθήκαμε στην αρχή. Το Ισλάμ προέκυψε ως το ιδεολογικό προκάλυμμα διασύνδεσης των κεφαλαιούχων με το πολιτειακό γεγονός στην Τουρκία, ενώ τα απόνερα της συγκεκριμένης εξέλιξης τα παρατηρούμε σήμερα.
Η εισαγωγή του ισλαμικού στοιχείου ως συγκολλητικής ουσίας για τη δημιουργία αστικής τάξης περνά από πολλά εμπόδια, αλλά συνεχίζει ακάθεκτη μέσω της παρείσφρησής της ως ιδέας στην τουρκική Ακροδεξιά (ιδρυτικό συνέδριο 1967) και φυσικά στο κεκτημένο της τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης μετά το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 και την ανάδυση του Τουργκούτ Οζάλ στην εξουσία. Οι κοινωνικοοικονομικές δομές εξισλαμίζονταν σταθερά επί δεκαετίες και άνοιξαν το δρόμο στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μέσω και της πολιτικής ιδιοφυΐας του αλλά και της παντελούς απουσίας ικανών αντιπάλων, να εδραιωθεί.
Είναι όλοι οι ως άνω λόγοι για τους οποίους υπάρχει η πεποίθηση ότι η Τουρκία έχει μεταστραφεί σε επίπεδο πολιτείας και ο γυρισμός στον κεμαλικό δυτικότροπο ορθολογισμό είναι ελάχιστα πιθανός. Το θέμα δεν είναι τι θα γίνει με τον Ερντογάν, αλλά με τις δομές, καθώς η αποχώρηση του Τούρκου προέδρου από την εξουσία δεν θα σημάνει την αλλαγή πλεύσης για τη χώρα. Ενδεχομένως να παρατηρηθούν αλλαγές στο επίπεδο των ηγετικών ικανοτήτων διαχείρισης της καθημερινότητας, αλλά ο διαφορετικός στρατηγικός προσανατολισμός στηρίζεται πλέον σε εδραίες και μακροπρόθεσμες συνθήκες κοινωνικού μετασχηματισμού, οι οποίες επιτείνονται από την ύπαρξη τεράστιων συστημικών ευκαιριών στο διακρατικό επίπεδο.