Μεσημέρι, και οι τελευταίοι καλοντυμένοι αναχωρούσαν από την πανεπιστημιούπολη. Τέτοια εποχή το μέρος αυτό ερημώνει από φοιτητές. Ζωντανεύει ξαφνικά μόνο τις μέρες που έχει τις ορκωμοσίες των παιδιών που πήραν το πτυχίο τους την εξεταστική αυτή που ξεκινάει τον Ιούνιο και τραβάει μέχρι και τις πρώτες μέρες του Ιουλίου. Νεαρές και νεαροί ντυμένοι μοντελάκια με συνοδείες από γονείς, παππούδες, γιαγιάδες, συγγενείς και φίλους. Μακιγιάζ, χτενίσματα προσεγμένα, τακούνια, ανθοδέσμες, γραβάτες και λουστρίνια. Και γέλια και χαρές – προπαντός γέλια και χαρές.
Τι αντίθεση! Τα βαποράκια των ναρκωτικών παραπέρα δεν σταματάν τη δουλειά που κάνουνε κατά ομάδες πρωί, μεσημέρι και βράδυ μέσα στην πανεπιστημιούπολη.
Καθημερινά και μπροστά στα μάτια των περαστικών φοιτητών κι εργαζομένων οι παράνομες συναλλαγές που πραγματοποιούνται μετριούνται σε εκατοντάδες. Σκέφτομαι πως εργάζομαι σ’ ένα μέρος που ίσως και να είναι το μεγαλύτερο ελεύθερο σουπερμάρκετ ναρκωτικών στον κόσμο. Σας τα έχω γράψει για την κατάσταση αυτή –για το άσυλο και τα ρέστα– αναλυτικά σε παλαιότερα άρθρα. Ακούω τους αντιπροσώπους του κομματικού φεουδαλισμού να συζητούν πάλι γι’ αυτό το θέμα· ήμουνα νιος και γέρασα…
«Είναι αλήθεια πως εμφανίζονται κατά καιρούς κάποια μεμονωμένα περιστατικά στα πανεπιστήμια», σαν να πήρε τ’ αυτί μου να λέει μια τέτοια αντιπρόσωπος σε κάποια συζήτηση. Δεν ξέρω τι να κάνω πια με τα λεγόμενά τους… Να κλαίω ή να γελάω; Εσείς μπορεί ακόμα να δίνετε μια κάποια βαρύτητα στα λόγια τους. Εγώ πάλι όχι. Τα λόγια τ’ ανυπόστατα, τα ψέματα τα χοντρά και τα επιχειρήματα τα δόλια και τα υποκριτικά με κούρασαν τόσο πολύ πια… Τι να σχολιάσεις; Να ’χε μια μάνικα κανείς να τα ξεπλύνει… Αυτό μάλιστα!
Τις προάλλες πάλι δυο ομάδες από κάτι λιανούς Μεσανατολίτες και Βορειοαφρικανούς πιάστηκαν στα χέρια για πολλοστή φορά και χτυπιούνταν αλύπητα να σκοτωθούν. Πήρα τηλέφωνο στη φύλαξη να ’ρθει να κάνει μια περατζάδα, για να διαλύσουν τον καβγά πριν σακατευτεί κανένα απ’ αυτά τα κακόμοιρα. Εικόνες απερίγραπτης ντροπής.
Ναι, επιβάλλεται να καταργηθεί επιτέλους το άσυλο της παρανομίας. Αυτό, όμως, πρέπει να πραγματοποιηθεί επί της ουσίας∙ όχι μόνο στα χαρτιά.
Στα πλαίσιο αυτό, τα ουσιαστικά ερωτήματα ξεπερνούν τις θεωρητικές συζητήσεις και τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Θα υπάρξει η πολιτική βούληση ώστε η αστυνομία να επιχειρεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα με πλήρως οργανωμένες επιχειρήσεις για να εξαρθρώσει τα δίκτυα που εμπορεύονται τα ναρκωτικά χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να κρυφτούν μέσα στο πανεπιστήμιο; Εάν οι παράνομοι συλληφθούν, θα τιμωρηθούν ή θα βγουν την επόμενη μέρα, για να επιδοθούν ξανά στο έργο τους; Εάν βρίσκονται παρανόμως στη χώρα θα απελαθούν; Θα γίνει πεποίθηση στην πιάτσα το «μακριά από το πανεπιστήμιο, γιατί εκεί σε κάνουν τσακωτό;».
Πάντως τα παιδιά που ορκίστηκαν παίρνοντας το πτυχίο ή το διδακτορικό τους σήμερα είναι χαρούμενα. Όπως τα βλέπω αναρωτιέμαι αν νιώθουν το βάρος των φοβερών υποσχέσεων που έδωσαν στην τελετή της ορκωμοσίας. Το γεγονός ότι εκφέρουν τον όρκο στην αρχαία μας γλώσσα προσθέτει νομίζω στο ειδικό βάρος του περιεχομένου του. Κάθε φορά που ακούω αυτά τα λόγια ανατριχιάζω. Δεν γίνεται αλλιώς. Αν οι νέοι πτυχιούχοι επιστήμονες δεν είναι αδιαπραγμάτευτα προσηλωμένοι στην υπεράσπιση της επιστημονικής αλήθειας, τότε δεν έχουν νόημα οι κόποι κι οι θυσίες των σπουδών τους.
Δεν μπορούν να βγαίνουν, δηλαδή, και να λένε πως ο κόκορας είναι θηλαστικό, πως η Γη είν’ επίπεδη και πως οι γείτονές μας στα βορειοδυτικά είναι Μακεδόνες. Ούτε να λένε κουτοπονηριές του τύπου «ναι σε σύνθετη ονομασία με τον όρο Μακεδονία, όχι σε εθνικότητα και γλώσσα». Αν παραδεχτείς όνομα, επί της ουσίας τα παραδέχεσαι αυτομάτως όλα – τελεία και παύλα. Σε είκοσι χρόνια από τώρα, πιάσε και ρώτα ένα τυχαίο δείγμα από δέκα χιλιάδες ανθρώπους απ’ όλες τις χώρες της γης. «Τι εθνικότητα έχει ο κάτοικος της Βόρειας Μακεδονίας;». «Μακεδονική». «Τι γλώσσα μιλάει;». «Μακεδονικά». Τελειώσαμε. Αν βρεθεί έστω κι ένας που θ’ απαντήσει αλλιώς, να μου γράψετε…
Τα υπόλοιπα είναι ιστορίες για αγρίους ή για συμφεροντολόγους ψηφοφόρους-ιπποκόμους του κομματικού φεουδαλισμού που θέλουν να βαφτίζουν την ανάγκη τους για ρουσφετάκια ως φιλοτιμία.
«Γεια σου συνάδελφε!». Ο καθηγητής που με χαιρέτισε βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου φεύγει τον επόμενο μήνα με σύνταξη. Πότε θα την πάρει ολόκληρη, άγνωστο. Αν θ’ αντικατασταθεί, άγνωστο – αποδεκατιστήκαμε. Βετεράνος της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο, έσερνε το ένα του πόδι καθώς με πλησίαζε. Με το πέρασμα των χρόνων οι επιπτώσεις από το τραύμα που πήρε από σφαίρα εκείνον τον Ιούλιο του ’74 χειροτερεύουν. «Σαν τέτοιες μέρες έγινε το πραξικόπημα κι η εισβολή», ξεκίνησε την κουβέντα. Πιάσαμε μια σκιά κι εκεί μου εκμυστηρεύτηκε γεγονότα, πράγματα που έζησε. Μου είπε πολλά… Πολλά και συγκλονιστικά! Προστέθηκαν κι αυτά στ’ άλλα που άλλοι μου εμπιστεύτηκαν∙ και σ’ εκείνα που διάβασα και που άκουσα σε συνεντεύξεις, δημόσιες συζητήσεις κι αφιερώματα.
Χωρίσαμε κι ανέβηκα στο γραφείο μου με βαριά καρδιά. Βρομιές, βαποράκια, ανομίες, προδοσίες, όρκοι ιεροί πεταμένοι στα σκουπίδια, ξευτελισμένες επιστήμες, τραύματα προδομένων αγώνων. Τι το ’θελα; Μια μικρή βόλτα έκανα στην πανεπιστημιούπολη και χαλάστηκα…