Τα αμέσως επόμενα χρόνια της λήξης του Ψυχρού Πολέμου συνδυάστηκαν με την αμετροέπεια και την ιδεολογικών προεκτάσεων τύφλωση. Ως «το τέλος των ιδεολογιών» ονομάστηκε η επικράτηση του ενός πόλου στο πλαίσιο ενός –μόλις 45ετούς– στρατηγικού ανταγωνισμού.
Είναι ενδεικτικά όσα αναφέρει ο Ρόμπερτ Γκίλπιν στην «Πρόκληση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού»:
«Όταν με την απουσία της κομουνιστικής απειλής οι Ηνωμένες Πολιτείες απέμειναν η μοναδική υπερδύναμη στον πλανήτη, πολλοί σχολιαστές πίστεψαν ότι οι αμερικανικές φιλελεύθερες αξίες της δημοκρατίας, του ατομικισμού και της ελευθερίας των αγορών είχαν θριαμβεύσει και ότι ο κόσμος βρισκόταν στο κατώφλι μιας εποχής που θα χαρακτηριζόταν από άνευ προηγουμένου ευμάρεια, άνθηση της δημοκρατίας και ειρήνη. Οι λιγότερο αισιόδοξοι παρατηρητές αντέτειναν ότι η διπολική σταθερότητα του μεταπολεμικού κόσμου έδινε τη θέση της σε έναν χαοτικό, πολυπολικό κόσμο όπου θα δέσποζαν πέντε ή περισσότερες μείζονες δυνάμεις, έναν κόσμο χαρακτηριζόμενο από νέες μορφές έντονης εθνικής, πολιτικής και οικονομικής αντιπαράθεσης. Μάλιστα, ορισμένοι δεν δίστασαν να διατυπώσουν την εκτίμηση ότι ο κόσμος ενδέχεται στο μέλλον να αναπολεί με νοσταλγία το απλούστερο και ασφαλέστερο διπολικό ψυχροπολεμικό τοπίο, το οποίο ο ιστορικός John Lewis Gaddis αποκάλεσε “μακρά ειρήνη”».
Ήταν εκείνο το χρονικό σημείο, όταν αποφασίστηκε η επέκταση του ΝΑΤΟ «όσο γίνεται περισσότερο», και η αποσάθρωση κάθε τελευταίου καταλοίπου ρωσικής επήρειας. Οι γεωστρατηγικοί ογκόλιθοι της ψυχροπολεμικής περιόδου, μάλιστα, έσπευσαν να νομιμοποιήσουν τις εν λόγω επιλογές με ιδεολογικό και ρητορικό επίχρισμα. Το ουκρανικό έθνος δηλωνόταν με έμφαση ως «αρχαιότερο» από το ρωσικό, ενώ η ίδια η Ρωσία κατά τον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι όφειλε να λάβει τα «πολύ χρήσιμα διδάγματα από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την αντιμετώπιση των σύγχρονων διλημμάτων της». Όπως υπογράμμιζε ο Μπρεζίνσκι: «Ο ιστορικός επαναπροσδιορισμός της Τουρκίας κατέστη δυνατός επειδή υπήρχε ένα σημαντικό μεταρρυθμιστικό ρεύμα και επειδή, τελικά, η Δύση ανταποκρίθηκε θετικά».
Δηλωτικό της αβασιμότητας των αξιώσεων είναι ότι, μόλις λίγα χρόνια αργότερα, έχουμε φθάσει να συζητούμε περί ενδεχόμενου «ιστορικού επαναπροσδιορισμού» της Τουρκίας με άξονα πλέον την απομάκρυνση και όχι την προσέγγιση της Δύσης. Αυτό αποτυπώνεται, άλλωστε, στην κριτική του Αχμέτ Νταβούτογλου για την κεμαλική περίοδο, όπου σημειώνει:
«Αντί της επιδίωξης να γίνει το νεοτουρκικό κράτος εναλλακτικός ή αντίπαλος άξονας της Δύσης, προτιμήθηκε η συμμετοχή του στον Δυτικό άξονα».
Τολμώ να πω ότι ο θεωρητικά θεμελιωμένος επαναπροσδιορισμός της Τουρκίας είναι εγγύτερα στην πραγματικότητα από εκείνο που φαντάζονταν οι Αμερικανοί για τον πλανήτη. Η Ουάσινγκτον διατυμπάνιζε την είσοδο του διεθνούς συστήματος σε μια μονοπολική εποχή, κατά την οποία η ίδια –ως ηγεμονικός σταθεροποιητής– θα κατείχε τη στρατηγική πρωτοκαθεδρία και κάθε αντίπαλος πόλος θα ευθυγραμμιζόταν αργά ή γρήγορα με εκείνη.
Παραλλήλως, η Τουρκία –με μια μικρή καθυστέρηση φυσικά– άρθρωσε την πολιτική του νεοοθωμανισμού, η οποία ανταποκρινόταν σε δύο στρατηγικές προκλήσεις. Αφενός στόχευε στην εξασφάλιση της εσωτερικής συνοχής με την καλλιέργεια μιας υπερκείμενης ταυτότητας για όλους τους ετεροπροσδιορισμούς. Αφετέρου παρείχε τον νομιμοποιητικό μανδύα εξάπλωσης στην περιφέρεια και δημιουργίας σφαίρας επιρροής, ακριβώς επειδή κατέστη αντιληπτό ότι προέκυψαν πολλαπλά παράθυρα ευκαιρίας στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή και στον πρώην σοβιετικό χώρο. Θεωρητικά η νεοοθωμανική πρόταση υπήρξε ρεαλιστικότερη από το αμερικανικό βέρτιγκο του μεταψυχροπολέμου, ασχέτως βέβαια αν αποτυγχάνει και αυτή λόγω της απουσίας του απαιτούμενου στρατηγικού σχεδιασμού από πλευράς της Άγκυρας.
Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, όπως συνέβη και με την Κίνα, «επαναπροσδιορίστηκε» οικονομικά και εξ απόψεως στρατηγικής βούλησης προβολής ισχύος στο εγγύς εξωτερικό –όπως φάνηκε για παράδειγμα στη Γεωργία ή στην Κριμαία– και όχι πολιτικά. Η υιοθέτηση του οικονομικού μοντέλου του αντιπάλου, όμως, δεν σήμανε και τη στρατηγική αλλοτρίωσή της, καθώς αρνήθηκε να ενταχθεί στο άρμα οποιουδήποτε, όσο και αν οι συντελεστές ισχύος της έφθασαν να συγκρίνονται με της Ιταλίας, όπως διατείνονται διάφοροι φωστήρες. Μπορεί να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ σε πλανητικό επίπεδο; Προφανώς όχι, αλλά δεν έχει και την ίδια σημασία με το «μισό Τέξας» όπως επιμένουν να λένε στο πλαίσιο της μεταψυχροπολεμικής αμετροέπειάς τους.