Στη διεθνή πολιτική επικρατεί η αβεβαιότητα για τις προθέσεις του άλλου καθότι το σύστημα είναι άναρχο, ήτοι δίχως μια ρυθμιστική Αρχή η οποία να «τιμωρεί τους παραβάτες». Η εν λόγω αβεβαιότητα, μάλιστα, μεταφέρεται και στο επίπεδο των συμμάχων, και γι’ αυτόν το λόγο τα ορθολογικά κράτη οφείλουν να εξισορροπούν (σχετικές) δυνατότητες και όχι προθέσεις (συμμαχικές ή μη).
Με άλλα λόγια, οφείλεις να προετοιμάζεσαι διαρκώς με σκοπό την εξισορρόπηση των (πραγματικών ή δυνητικών) ανταγωνιστών σου, ανεξαρτήτως από το τι σου λένε και υπόσχονται.
Με βάση την ως άνω περιγραφόμενη αλφάβητο των διεθνών σχέσεων, οι συμμαχίες είναι εξίσου ασταθείς αν δεν συνοδεύονται από τη στρατηγική ευθυγράμμιση των δρώντων. Η υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης ή συνεργασίας, δηλαδή, δεν σημαίνει αφ’ εαυτού της κάτι ουσιαστικό. Απεναντίας, μπορεί να καταστεί και επικίνδυνη αν μειώσει τα αντανακλαστικά συνήθως του ανίσχυρου μέρους. Τι εννοούμε, συνεπώς, με τον όρο «στρατηγική ευθυγράμμιση»;
Πρόκειται για την κατάσταση η οποία προκύπτει από τον υψηλό βαθμό σύγκλισης συμφερόντων, τη συναντίληψη απειλών και εντέλει τη διακριτή δέσμευση του ενός ως προς τον άλλον. Δέσμευση σημαίνει ότι η απειλή εις βάρος του ενός μέρους από κάποιον τρίτο καθίσταται αντιληπτή ως υψηλού κόστους από το έτερο μέρος και το κινητοποιεί προς υπεράσπισή του. Για παράδειγμα, η σημαντικότερη και στενότερη «συμμαχία» της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής είναι αυτή μεταξύ ΗΠΑ και Ισραήλ, χωρίς όμως την παραμικρή «συνθήκη», «συμφωνία», «μνημόνιο» ή την τέλεση κάποιας εξαμηνιαίας βαρύγδουπης «συνόδου κορυφής». Απλά, πρόκειται για δύο δρώντες οι οποίοι έχουν κοινά συμφέροντα και προχωρούν σε κοινές εκτιμήσεις για την ευρύτερη περιοχή.
Η συγκεκριμένη στρατηγική ευθυγράμμιση προφανέστατα ουδεμία σχέση έχει με την εξαρτησιακή λογική η οποία συνίσταται στην πιθανότητα για ένα μικρό κράτος να ευθυγραμμιστεί στρατηγικά με τη βούληση ενός ισχυρού πόλου, αλλά όχι με ορθολογικά κριτήρια παρά ως «μαριονέτα». Στο αμερικανοϊσραηλινό παράδειγμά μας, θυμόμαστε το περιστατικό με το αμερικανικό πολεμικό πλοίο «Liberty» το 1967, όταν βομβαρδίστηκε από ισραηλινά πολεμικά αεροπλάνα εντός διεθνών χωρικών υδάτων με αποτέλεσμα 34 Αμερικανούς νεκρούς και 171 αγνοούμενους. Η στρατηγική συνεργασία ουδέποτε ανεστάλη.
Γιατί η εξαρτησιακή λογική δεν είναι το ίδιο;
Γιατί στον πυρήνα της στρατηγικής ευθυγράμμισης βρίσκεται η υψηλή δέσμευση η οποία εξασφαλίζεται από την καλλιέργεια της αντίληψης στον άλλον ότι θα έχει υψηλό κόστος αν δεν συνδράμει εσένα. Αν είσαι εξαρτημένος, το κόστος αφορά μόνο εσένα και όχι τον «σύμμαχό» σου.
Όλα τα παραπάνω δεν κατατίθενται τυχαία, αλλά εκτιμώ ότι πρέπει να αποτελούν τον οδηγό της στρατηγικής συμπεριφοράς της χώρας μας στην Ανατολική Μεσόγειο. Είμαστε όντως «μόνοι» όπως ανέφερε ο υπουργός Άμυνας, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι και ο στόχος μας. Προτεραιότητά μας οφείλει να είναι η κινητοποίηση ισχυρών συμμάχων διά της δέσμευσής τους στα δικά μας συμφέροντα. Η διαδικασία αυτή έχει δύο σκέλη: πρώτον, την παραχώρηση έρευνας και εκμετάλλευσης βυθοτεμαχίων σε εταιρείες αναλόγων συμφερόντων, και δεύτερον την προβολή ισχύος και σημαίας στις προκείμενες περιοχές, ούτως ώστε η Ελλάδα να καταστήσει σαφές ότι είναι έτοιμη να αναλάβει εκείνη το κύριο μέρος του κόστους, μιας και θα είναι και η κυρίως επωφελούμενη. Προφανώς, αν γίνουν οι ορθές κινήσεις, θα έρθει «βοήθεια» και όχι ο «παγκόσμιος αστυνόμος».
Το πρώτο σκέλος (παραχώρηση) έχει εκπληρωθεί με συντεταγμένο τρόπο από την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά η απουσία ενόπλων δυνάμεων δεν της επιτρέπει να ικανοποιήσει το δεύτερο σκέλος. Αυτό μπορεί να ικανοποιηθεί από την Ελλάδα, η οποία προς το παρόν δεν έχει προχωρήσει καν στα βασικά του πρώτου σκέλους για τα δικά της βυθοτεμάχια, αλλά κατά τα λεγόμενα του υπουργού Άμυνας: «Δεν υπάρχει ενιαίος αμυντικός χώρος και για να συνδράμει η Ελλάδα την Κύπρο απαιτείται ειδικό αίτημα της Λευκωσίας»!
Εκεί φτάσαμε, και δεν πρέπει να κατηγορούμε αποκλειστικά τον υπουργό μιας και ο ενιαίος αμυντικός χώρος απαιτεί συγκεκριμένες επιχειρησιακές δυνατότητες και κινήσεις, τις οποίες έχουμε προ πολλού απεμπολήσει χάνοντας την προεκτεινόμενη αποτρεπτική αξιοπιστία μας. Η αντίληψη, όμως, ότι η Κύπρος συνιστά ένα οποιοδήποτε άλλο κράτος και όχι το δεύτερο ελληνικό είναι –όπως και να το κάνουμε– αποκρουστική.