«Η Ρωμιοσύνη της Πόλης, όσο και αν φαίνεται ότι τρεμοσβήνει το καντήλι της, δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ» δήλωσε σε πρόσφατη ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος, της Κοινότητας Σταυροδρομίου.
Και πράγματι έτσι είναι… «Οι λίγοι, αλλά αμέτρητοι» Έλληνες της Πόλης συνεχίζουν να έχουν μια αξιοπρεπή παρουσία στον τόπο όπου μεγαλούργησαν οι πρόγονοί τους.
Η αρχή της ιστορίας της κοινότητας ξεκινά το 1804, όταν ιδρύθηκε η εκκλησία της Παναγίας, αλλά το Σταυροδρόμι έφτασε σε μεγάλη ακμή στα τέλη του 19ου και έως τις αρχές του 20ού αιώνα, όπως μας εξηγεί ο Γεώργιος Παπαλιάρης, πρόεδρος της Μεγαλωνύμου Κοινότητας Σταυροδρομίου και της Κοινότητας Μεγάλου Ρεύματος Βοσπόρου.
Ο Οικουµενικός Πατριάρχης µαζί µε τα µέλη της Κοινότητας Σταυροδροµίου (φωτ.: Νικόλαος Μαγγίνας / Οικουμενικό Πατριαρχείο)
Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως η περιοχή θύμιζε Πύργο της Βαβέλ, όπου ακούγονταν σχεδόν όλες οι γλώσσες της υφηλίου, όπως γαλλικά, ελληνικά, ιταλικά, αγγλικά, γερμανικά, αρμένικα, τουρκικά ή εβραϊκά, τα ονομαζόμενα σεφαραδίτικα. Η γλώσσα όμως που είχε επιβληθεί για μερικούς αιώνες στο Πέραν ήταν η ελληνική.
Τα πράγματα για την ελληνορθόδοξη κοινότητα άρχισαν να αλλάζουν δραματικά μετά τον πόλεμο του 1919-1922. Μεγιστάνες και μεσοαστοί άρχισαν να εγκαταλείπουν το Πέραν, όπως εξάλλου και οι υπόλοιποι ομοεθνείς τους σε όλη την Κωνσταντινούπολη, τακτική που θα ακολουθήσουν στη συνέχεια και οι πιο ασθενείς κοινωνικές τάξεις μετά τον εξοντωτικό Φόρο Περιουσίας (Βαρλίκι) του 1942, την τρομοκρατική και ταπεινωτική επίθεση των Σεπτεμβριανών του 1955, τις απελάσεις του 1964 και την εισβολή στην Κύπρο του 1974.
Στις 28 Μαρτίου 1930 καταργείται και η ονομασία Κονσταντινίγε και επικρατεί το Ιστανμπούλ. Στο εξής ούτε το Πέραν θα λέγεται Πέραν, αλλά Μπέγιογλου…
«Το μεγαλύτερο στήριγμα»
Η οικογένεια του Γ. Παπαλιάρη κατάγεται από την Πόλη, από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο ίδιος γεννήθηκε στο Μεγάλο Ρεύμα του Βοσπόρου. «Όποτε υπήρξε το δίλημμα, σε δύσκολες εποχές, πάντοτε η οικογένειά μου επέλεγε να παραμείνει εδώ. Για όλους εμάς τους Ρωμιούς της Πόλης, η παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στη ζωή μας, πέρα από μεγάλη τύχη και ευλογία, έχει άμεσο και ουσιαστικό περιεχόμενο και ο ίδιος αποτελεί το μεγαλύτερο στήριγμά μας και σημείο αναφοράς για την ίδια την ατομική αλλά και τη συλλογική μας ταυτότητα ως Ρωμιών της Πόλης» λέει με συγκίνηση.
Στην οθωμανική απογραφή του 1914 η Κωνσταντινούπολη είχε συνολικό πληθυσμό 910.000, από τους οποίους 205.000 ήταν Έλληνες. Το 1912 η ελληνική πρεσβεία κάνει μια δική της απογραφή, σύμφωνα με την οποία οι ελληνορθόδοξοι της Πόλης είναι 310.000. Επίσης, η ευρύτερη περιοχή Σταυροδρομίου αριθμούσε πάνω από 100.000 ομογενείς, και στο Πατριαρχείο σκέφτονταν να ιδρύσουν εδώ μια νέα μητρόπολη, πράγμα που δεν το επέτρεψαν αργότερα οι συνθήκες. Το Σταυροδρόμι ήταν και συνεχίζει να είναι η πολυπληθέστερη ελληνική κοινότητα της Πόλης.
Άρης Τσοκώνας, Τίνα Ηλιάδη-Βλάτσογλου και Γιώργος Παπαλιάρης στην Αγία Τριάδα, στην πλατεία Ταξίμ
«Σήμερα οι Ρωμιοί στο Πέραν δεν ξεπερνούν τις λίγες εκατοντάδες, είναι ίσως περί τα 300 άτομα. Ωστόσο, σύντομα θα ξεκινήσει μια εργασία απογραφής του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Πόλης. Συγχρόνως όμως στην περιοχή ζουν και κυρίως κινούνται οι περισσότεροι Ελλαδίτες και άλλοι ομογενείς που έχουν έρθει να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη τα τελευταία χρόνια, αυτούς που και εμείς θέλουμε να τους δούμε ως τα μελλοντικά μέλη της κοινότητάς μας» προσθέτει ο Γ. Παπαλιάρης.
«Λίγοι αλλά αμέτρητοι»
Σύμφωνα με τον καθηγητή και συγγραφέα Άρη Τσοκώνα, οι ιστορικοί υπολογίζουν ότι μετά την Άλωση έμειναν στην Πόλη περίπου πέντε με έξι χιλιάδες Έλληνες, άρα σήμερα λίγοι από τους ομογενείς είναι αυτόχθονες. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν από το Δελβινάκι των Ιωαννίνων και της μητέρας του από τη Βόρειο Ήπειρο και τη Χίο. Όλοι οι πρόγονοί του όμως έζησαν πέντε-έξι γενεές στο ιστορικό Φανάρι, βαπτίστηκαν και παντρεύτηκαν στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου.
«Οι “λίγοι αλλά αμέτρητοι” Έλληνες της Πόλης συνεχίζουν να έχουν έντονη πολιτιστική παρουσία. Στελεχώνουν το θρησκευτικό κέντρο της Ορθοδοξίας και συντηρούν εκκλησίες, σχολεία και συνδέσμους που είχαν ιδρυθεί όταν ο πληθυσμός τους ήταν εκατονταπλάσιος. Μέλη της κοινότητας είναι έγκριτοι ακαδημαϊκοί, επιτυχημένοι επιχειρηματίες και επώνυμοι καλλιτέχνες στη γενέτειρά τους, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό» επισημαίνει ο Άρης Τσοκώνας.
Το αισιόδοξο είναι, όπως μας αποκαλύπτει, ότι τα τελευταία χρόνια οι νέοι δεν εγκαταλείπουν πια την Πόλη. Φτιάχνουν οικογένειες και προγραμματίζουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία στη γενέτειρά τους.
«Ο αριθμός των μαθητών στα σχολεία μας είναι σταθερός και με μικρή αυξητική τάση μάλιστα. Περάσαμε δύσκολες μέρες στο πρόσφατο παρελθόν και επιβιώσαμε. Τώρα οι συνθήκες είναι καλύτερες» προσθέτει.
Για την καθημερινότητα των Ρωμιών της Πόλης μας μίλησε η κυρία Τίνα Ηλιάδη-Βλάτσογλου, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Τζιχανγκίρ, μια γειτονιά του Πέραν. Η καταγωγή του πατέρα της ήταν από τη Βλάστη Κοζάνης. Ο παππούς της, ο Γιωργάκης Κάλφας, είχε έρθει στην Πόλη την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για δουλειά. Ήταν πρωτομάστορας στο χτίσιμο του ανακτόρου του Γιλντίζ, την εποχή του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ Β΄.
Η ίδια φοίτησε στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο, συνέχισε τις σπουδές της στην ΑΣΟΕΕ και επέστρεψε στην Πόλη όπου παντρεύτηκε τον Μάριο Ηλιάδη, ναυτιλιακό πράκτορα στο επάγγελμα, με τον οποίον απέκτησαν δύο παιδιά, τον Φοίβο και τη Δανάη.
Η Τίνα Ηλιάδη-Βλάτσογλου φοίτησε στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο (η φωτογραφία είναι από την τελευταία τάξη του Λυκείου)
«Οι Ρωμιοί κρατάμε ζωντανούς και ισχυρούς τους οικογενειακούς μας δεσμούς, όπως και τις παιδικές μας φιλίες που μας δένουν περισσότερο με την κοινότητά μας. Τραπέζια με πολίτικους μεζέδες, γλέντια και κέφι ήταν συχνά στο πρόγραμμα.
»Αν και έχουμε συρρικνωθεί ως κοινότητα, προσπαθούμε να κρατήσουμε τις παραδόσεις μας, τη γλώσσα μας, την πίστη μας, και να κοιτάμε με χαμόγελο προς το μέλλον μέσα από τα παιδιά μας που μεγαλώνουν, πιάνουν δουλειά, παντρεύονται και συνεχίζουν τη ζωή τους εδώ. Οι εποχές άλλαξαν και πρέπει να αλλάξουμε κι εμείς, αν θέλουμε να συνεχίσουμε. Στην εφημερίδα μας την τοπική, την Απογευματινή, υπάρχει ένα σλόγκαν που λέει: “Οι νέες εποχές επιβάλλουν και νέα καθήκοντα”. Έτσι είμαστε εμείς ο Ρωμιοί, ευπροσάρμοστοι, ευέλικτοι, έχουμε μάθει να επιβιώνουμε σε όλες τις δυσκολίες και να συνεχίζουμε. Έξι αιώνες αυτό έκαναν οι πρόγονοί μας, αυτό κάνουμε και εμείς» καταλήγει.
«Πέρα» από τον Γαλατά
Το Σταυροδρόμι, ως κοιτίδα κυρίως για τους τελευταίους αιώνες της ελληνικής ομογένειας, με τις εκκλησίες του, τα σχολεία, τους δραστήριους συλλόγους και κοινότητες, ανέδειξε και αναδεικνύει μια κοσμοπολίτικη Ρωμιοσύνη ακριβώς πάνω στο σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης.
Κάθε περιοχή της Πόλης στις ακτές του Κερατίου, του Βοσπόρου και της Προποντίδας με τα νησιά, αποτελεί εύχυμο κεφάλαιο στο ιστορικό της Ρωμιοσύνης.
Ωστόσο, ξεχωριστή θέση κατέχει η Κοινότητα Σταυροδρομίου. Το Σταυροδρόμι, το Πέραν ή αλλιώς το Μπέγιογλου είναι μια περιοχή λίγο πιο «πέρα» από τον Γαλατά, στο λόφο της Περαίας, και ήταν τον 15ο αιώνα, την εποχή δηλαδή μετά την Άλωση, προάστιό του.
«Είναι η πρώτη ελληνορθόδοξη κοινότητα που ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη μετά τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ψήφιση των Εθνικών Κανονισμών (1860-1862) που αποτελούσαν ένα είδος συντάγματος για το Πατριαρχείο και το ελληνορθόδοξο μιλλέτι, το Γένος μας, όπως το αποκαλεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης μας και εμείς μέχρι σήμερα» αναφέρει στο Έθνος της Κυριακής ο Γεώργιος Παπαλιάρης.
Το ιστορικό Ρωµαίικο Κοιµητήριο του Σισλί, το µεγαλύτερο ελληνορθόδοξο νεκροταφείο στην Πόλη
Και συνεχίζει: «Αποτελείται από τρεις ενορίες υπό μία κοινοτική διοίκηση, τον Ιερό Ναό Εισοδίων της Θεοτόκου, γνωστότερο ως Παναγία του Πέραν, που είναι ο καθεδρικός της κοινότητας αλλά και της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, την Αγία Τριάδα στην πλατεία Ταξίμ, ναό-σύμβολο της Ρωμιοσύνης, και τον εξίσου λαμπρό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που βρίσκεται στην πιο λαϊκή περιοχή της Κοινότητας, το Κερασοχώρι, γνωστότερο σήμερα ως Ταρλάμπασι.
»Επιπλέον, στην κοινότητα ανήκει το ιστορικό Ρωμαίικο Κοιμητήριο του Σισλί, το μεγαλύτερο ελληνορθόδοξο νεκροταφείο στην καρδιά της Πόλης, ένα αληθινό μουσείο αρχιτεκτονικής και γλυπτικής, απέναντι από το εμπορικό κέντρο Cevahir» σημειώνει ο πρόεδρος των δύο κοινοτήτων.
Μαρίνα Ζιώζιου
- Πηγή: ethnos.gr.