Υπάρχουν πλέον αρκετά δεδομένα από τη σύγχρονη ιστορία της πατρίδας μας, ώστε να καταλήξουμε ασφαλώς σε κάποια συμπεράσματα. Ας δούμε με καθαρή ματιά τα έμπρακτα αποτελέσματα που παράχθηκαν από ένα σύνολο πολιτικών γεγονότων, αποφάσεων και δράσεων κάθε είδους τους τελευταίους δύο αιώνες.
Ας αφήσουμε για λίγο τις αναλύσεις των αιτίων, των προθέσεων, των συνθηκών. Ας σταθούμε μόνο στ’ αποτελέσματα· τότε σχηματίζεται καθαρότερα η συνολική εικόνα.
Με αυτήν την προσέγγιση αντιλαμβάνεται κανείς ότι διαχρονικά, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους στη σύγχρονη μορφή του μέχρι σήμερα, η συνισταμένη των γεγονότων δεν υπηρετεί τα συμφέροντα του ελληνικού λαού σ’ έναν εύλογο, ρεαλιστικό ή έστω απλώς ικανοποιητικό βαθμό. Η εθνική ανεξαρτησία, η λαϊκή κυριαρχία, η ισονομία, ο παραγόμενος πλούτος, η ποιότητα της δημοκρατίας και του κράτους και η ισχύς της χώρας, γενικότερα, δεν είναι έτσι όπως πρέπει. Φυσικά, δεν αναφερόμαστε στο ιδανικό, ούτε σε ουτοπικές καταστάσεις, αλλά σ’ ένα συντηρητικά και μινιμαλιστικά εκτιμημένο ζητούμενο, με βάση τη διεθνή εμπειρία.
Ο αντικειμενικός και ψυχρός παρατηρητής των φαινομένων συμπεραίνει ότι σ’ αυτήν τη χώρα υπάρχει κάτι θεμελιωδώς στρεβλό. Χωρίς να μπει κανείς στις μυριάδες επιμέρους λεπτομέρειες που διαμορφώνουν την παθογένεια, η σκληρή αλήθεια μέσα από την εποπτική της θεώρηση μπορεί να εκφραστεί τελικά ως έλλειμα πατριωτισμού.
Εφόσον, βέβαια, κανείς εκλαμβάνει την έννοια του πατριωτισμού μ’ έναν σοφό στην απλότητά του και κρυστάλλινο στη νοηματική καθαρότητά του τρόπο.
Αν παραδεχτεί, δηλαδή, ότι πατριωτισμός είναι η διάθεση συμβολής στο κοινό συμφέρον που συνδυάζεται με πράξεις ανιδιοτελούς προσφοράς στους συμπολίτες και συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής του συνόλου και της ισχύος ενός έθνους. Αν τώρα η συνολική ισχύς του έθνους λειτουργεί παιδευτικά και συμβάλλει ανθρωπιστικά στη βελτίωση της ζωής κι άλλων εθνών κι ανθρώπων που περπατάνε πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη, τότε έχουμε μια όμορφη κι υγιή θεώρηση του πατριωτισμού.
Το αυταπόδεικτο έλλειμα πατριωτισμού στη λογική σειρά της επιχειρηματολογίας μας αναπόφευκτα βαραίνει περισσότερο τις ηγεσίες που κυβέρνησαν τη χώρα. Δεν ενδιαφέρει καθόλου το συλλογισμό μας, εδώ, το ποιος έφταιξε περισσότερο ή λιγότερο, ή το τι έκανε ο ένας κι ο άλλος από του Όθωνα τα χρόνια και δώθε. Με προσήλωση στα αποτελέσματα, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι η συνισταμένη των προσπαθειών όλων των κυβερνήσεων της χώρας είναι τελικά αρνητική. Επομένως, μπορεί κάποιος με ασφάλεια να συμπεράνει ότι το σύστημα παραγωγής διαδοχικών ηγεσιών της χώρας, διαχρονικά και ανεξαρτήτως του είδους του πολιτεύματος και των προσώπων, είναι αποτυχημένο. Μάλιστα, συστηματικά φαίνεται να αναπαράγει την αποτυχία του σε διαφορετικούς χρόνους, καταστάσεις και συνθήκες.
Το γεωπολιτικό περιβάλλον είναι πάντοτε από τη φύση του ανταγωνιστικό, και η ζημία του ενός κράτους σε αυτό το πλαίσιο γίνεται πάντοτε κέρδος για κάποιο άλλο.
Αν λοιπόν παραδεχόμαστε ότι ως απρόσωπο άθροισμα οι ηγεσίες της χώρας δεν εξυπηρέτησαν αποτελεσματικά τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, αυτομάτως συνάγεται ότι τελικά υπηρέτησαν μάλλον ξένα συμφέροντα. Αν αυτό έγινε με ιδιοτέλεια, μετά από εκβιασμούς, από ατολμία, φόβο, ή εξαιτίας ανικανότητας, είναι μια άλλη συζήτηση. Αυτό που ενδιαφέρει είναι το γεγονός ότι, τελικά, τα διαφορετικά κάθε φορά πολυποίκιλα γεγονότα και οι καταστάσεις φέρνουν στην επιφάνεια κυβερνήσεις που υπηρετούν ξένα συμφέροντα σε βάρος της πατρίδας.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι η χώρα είναι κατ’ ουσίαν μια αποικία και όχι απλώς ένα σχετικά αδύνατο μέλος μιας συμμαχίας. Η διαφορά μεταξύ των δύο καταστάσεων έχει αντίκτυπο κυρίως στην ποιότητα της ζωής των πολιτών – όχι τόσο σε κεντρικές επιλογές της εξωτερικής πολιτικής. Πάντως, η παρουσία των ξένων συμφερόντων και ενός πρόθυμου να τα υπηρετήσει εγχώριου πολιτικού συστήματος ερμηνεύει το έλλειμα του πατριωτισμού και τη σταθερή παρουσία ενός προτύπου.
Σύμφωνα μ’ αυτό, η πατρίδα κι ο λαός της κερδίζουν λίγα ή τίποτα στις κερδισμένες γεωπολιτικές παρτίδες και χάνουν πολλά στις χαμένες.
Αν τα πράγματα γίνονταν τυχαία, το σύστημα θα ήταν χαοτικό και δεν θα υπήρχε κάποιο σταθερό πρότυπο. Στη δική μας περίπτωση, ακόμα κι αυτά που φαίνονται επιφανειακά ως εκπλήξεις, αποδεικνύεται στο τέλος ότι ήταν εν πολλοίς προγραμματισμένα. Είναι ξεκάθαρο ότι η πρωτοβουλία των κινήσεων δεν βρίσκεται στα χέρια του ελληνικού λαού. Αυτοί που τον κουμαντάρουν βρίσκονται πάντοτε ένα βήμα μπροστά. Είναι δεδομένο ότι για να λειτουργήσει μια τέτοια κατάσταση, ακόμα κι οι εκλογικές πλειοψηφίες κατευθύνονται και οδηγούνται μαεστρικά στην επιθυμητή θέση / κομματική επιλογή. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, η μετακινούμενη κρίσιμη μάζα του εκλογικού σώματος που κρίνει τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ελλάδα, κινείται για να απαλλαγεί από τη Σκύλλα πηγαίνοντας στη Χάρυβδη.
Ο λαός, λοιπόν, είναι ο αδύναμος στρατηγικά παίκτης που έχει μάλιστα μηδενική πρόσβαση σε πληροφορίες από τα σκοτεινά παρασκήνια της λήψης αποφάσεων. Όταν αποφασίζει με βάση την πεπατημένη, βρίσκεται πάντοτε εκεί που ο αντίπαλος τον θέλει. Επιβάλλεται να κάνει μια ασύμμετρη, μια απροσδόκητη αλλά ποιοτική κίνηση για ν’ αναγκάσει το σύστημα ν’ αποκαλύψει πτυχές της στρατηγικής του. Τότε μπορεί να έχει μια ευκαιρία για την ανάληψη κάποιας πρωτοβουλίας κινήσεων.
Φαίνεται ότι ο Έλληνας ψηφοφόρος δεν θέλει να το δει έτσι το πράγμα. Τουλάχιστον προς το παρόν…