Διάβασα πρόσφατα την παραπάνω φράση του Πορτογάλου συγγραφέα (βραβευμένου με Νόμπελ το 1998) Ζοζέ Σαραμάγκου, και η ακαδημαϊκή διαστροφή την συνέδεσε με το στρατηγικό αδιέξοδο της Τουρκίας σήμερα, με αφορμή τα τεκταινόμενα στο μέτωπο της παραλαβής των F-35 από τις ΗΠΑ ή/και των S-400 από την Ρωσία.
Η Άγκυρα έχει καταλήξει να αποζητά έναν ρόλο που δεν της αναλογεί και δεν μπορεί να τον υποστηρίξει με βάση τις σχετικές δυνατότητές της στο περιφερειακό υποσύστημα.
Έκανε μια συμφωνία με τη Μόσχα για το αντιαεροπορικό σύστημα, προκειμένου (και) να «πιέσει» την Ουάσινγκτον στο ζήτημα της Συρίας, ενώ παράλληλα υποτίμησε την αμερικανική αντίδραση στηριζόμενη σε αναλύσεις περί χρηματοδοτικών προβλημάτων του προγράμματος των F-35 και ανάγκης των ΗΠΑ να βρουν αγοραστές. Η όλη ανάλυση αποτελεί δείγμα «μικρομεγαλισμού» και αντίστοιχης αγωνίας της Τουρκίας να παράγει μια στρατηγική εικόνα μεγάλης περιφερειακής δύναμης.
Σε μικρότερη κλίμακα, και με σαφώς μικρότερες παρενέργειες, εξελίχθηκαν και τα πράγματα όσον αφορά την απελευθέρωση του πάστορα Μπράνσον πριν από κάποιους μήνες. Η Τουρκία ζήτησε ορισμένα ανταλλάγματα, τα οποία οι ΗΠΑ ήταν έτοιμες να παραχωρήσουν. Ο Ερντογάν το αντιλήφθηκε, και ως κλασικός ανατολίτης έμπορος έσπευσε να αξιώσει περισσότερα, αλλά τότε εξέγειρε τα ανακλαστικά των «γερακιών» της Ουάσινγκτον, που επιθυμούν τη διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπιστίας μιας πλανητικής δύναμης έχουσας στρατηγική πρωτοκαθεδρία στην περίμετρο του Σπάικμαν.
Είναι άλλο να βρίσκεις μπροστά σου τοίχο και άλλο μια πόρτα, της οποίας το άνοιγμα εξαρτάται από κάποιον άλλον. Στη διεθνή πολιτική μάλιστα, που η αρχή της αυτοβοήθειας αποτελεί απαράβατη αρχή επιβίωσης, η προαναφερθείσα συλλογιστική αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Ο τοίχος γίνεται έγκαιρα ορατός και έγκαιρα αλλάζεις την κατεύθυνσή σου.
Η κλειστή πόρτα σε αφήνει μπροστά της να περιμένεις, με την ελπίδα να πεθαίνει τελευταία, αλλά το χρόνο, που κυλά, να είναι αμείλικτος.
Είναι δεδομένο, όπως έχουμε αναφέρει ξανά στο παρελθόν, ότι η Ρωσία και η Τουρκία είναι εγγενώς ανταγωνιστικές γεωστρατηγικά δυνάμεις καθώς ανταγωνίζονται «στον ίδιο αχυρώνα». Έχει επίσης υπογραμμιστεί η γεωπολιτικά κομβική θέση της Τουρκίας επί των αξόνων Βορρά-Νότου και Ανατολής-Δύσης, η οποία δεν επιτρέπει την αποκοπή της από το αγγλοσαξονικό σύστημα ασφαλείας «χωρίς να ανοίξει ρουθούνι». Οι Τούρκοι προφανώς γνωρίζουν αυτά τα δεδομένα και γι’ αυτό υποβλέπουν τη Ρωσία, αλλά ποιες προϋποθέσεις εξισορροπητικών μηχανισμών δημιουργούν συγκρουόμενοι με τις ΗΠΑ;
Επαναλαμβάνω ότι η σύγκρουση με τις ΗΠΑ συνιστά παρεπόμενο της προσπάθειας άσκησης διπλωματικής πίεσης. Συνιστά μέρος μιας τακτικής η οποία έχει οδηγήσει σε στρατηγικό αδιέξοδο, γιατί δεν απέδωσε, και θα εξαναγκάσει την Τουρκία να επωμιστεί ένα τεράστιο κόστος είτε με την απαρχή μιας άνευ προηγουμένου (ό,τι έχει συμβεί έως τώρα είναι απλά επίδειξη δύναμης) νομισματικής πίεσης, είτε με το τέλος της ρωσοτουρκικής συνεργασίας σε μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων στη Συρία και αλλού.
Τι πρέπει να προσέξει η Ελλάδα; Τους όρους και τις προϋποθέσεις, μέσω των οποίων ενδεχομένως γίνει μέρος του προβλήματος. Είναι άλλο να εισέλθει θέτοντας ένα στρατηγικό πλαίσιο στόχων βασιζόμενο στα μέσα τα οποία διαθέτει, και είναι άλλο να καταστεί έρμαιο των αποφάσεων των μεγάλων δυνάμεων μετατρεπόμενη στον «τρίτο» μιας στρατηγικής «κατατριβής τρίτων».
Το τελευταίο ενδεχόμενο δεν είναι απίθανο, ούτε αποτελεί πρωτοτυπία.
Η πλανητική δύναμη, καθώς επιθυμεί να επιβάλει τη βούλησή της αλλά ταυτοχρόνως με το μικρότερο δυνατό κόστος για την ίδια, μπορεί να κινητοποιήσει έναν δυνητικό αντίπαλο εναντίον του προβληματικού εταίρου. Ο στόχος είναι διακριτός και σχετίζεται με την απονομιμοποίηση του εσωτερικού καθεστώτος και την επάνοδο στο status quo ante, καθώς ο συσχετισμός ισχύος δεν πρέπει να διαταραχθεί προκειμένου να μην δημιουργηθούν «παράθυρα ευκαιρίας» στον μείζονα (ρωσικό) ανταγωνιστή. Ενώπιον ενός τέτοιου ενδεχομένου προφανώς η χώρα μας οφείλει να παραμείνει αμέτοχη, καθώς επ’ ουδενί διαθέτει τα περιθώρια ανάληψης κόστους χωρίς αντίστοιχα οφέλη.