Η Ελλάδα οδηγείται σε εκλογές, μετά μια τετραετή διακυβέρνηση από κόμμα της Αριστεράς.
Μετά από δέκα χρόνια κρίσης, η κατάσταση της χώρας είναι τραγική όχι μόνο από οικονομική και κοινωνική, αλλά και από πολιτική άποψη.
Το δημόσιο χρέος παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη, το 3ο τρίμηνο του 2018 αντιστοιχούσε στο 182,2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), η δημόσια περιουσία έχει εκχωρηθεί για 99 χρόνια στο υπερταμείο, το οποίο είναι υπό τον έλεγχο των ξένων, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, και πρωτογενές πλεόνασμα κατά μέσο όρο 2,2% του ΑΕΠ κατά την περίοδο από το 2023 έως το 2060!
Ακόμα και στον τομέα που θα μπορούσε να γεννήσει την ελπίδα ότι θα βελτιωθεί η κατάσταση της χώρας, σ’ αυτόν της ανάπτυξης, οι επιδόσεις μας είναι ισχνές.
Δηλαδή, στην ουσία, η χώρα αντί να πάει μπροστά, πάει πίσω.
Στις 7 Ιουλίου οδηγούμαστε σε εκλογές χωρίς να υπάρχει και αυτήν τη φορά στον ορίζοντα ίχνος ελπίδας ότι θα αναζητηθούν και θα εντοπιστούν ευθύνες για να μάθει επιτέλους υπεύθυνα ο Έλληνας πολίτης το πώς φθάσαμε ως εδώ και ποιοι έχουν πολιτικές και ενδεχομένως ποινικές ευθύνες γι’ αυτό, και για να παραδειγματιστούν οι πολιτικοί και να μάθουν ότι δεν μπορούν να καταστρέφουν τη χώρα χωρίς συνέπειες.
Το 2009, ενώ η κυβέρνηση τότε θα έπρεπε να συνεχίσει το έργο της για να αντιμετωπίσει, με τη βοήθεια της αντιπολίτευσης, την οικονομική κρίση που ήδη είχε χτυπήσει την πόρτα της Ελλάδας, οδηγηθήκαμε σε εκλογές μετά από ένα νομιμοφανές πραξικόπημα, με αφορμή την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ήταν τότε που αντί να ενωθούν οι πολιτικοί και τα κόμματα, για να ενώσουν έτσι το λαό, πήγαμε σε εκλογές με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν», ενώ αυτός που ξεστόμιζε αυτήν την αθλιότητα όχι μόνο είχε ενημερωθεί για την τραγική κατάσταση της οικονομίας, αλλά συνομιλούσε με τον τότε επικεφαλής του ΔΝΤ Στρος Καν για το πώς θα αλυσοδέσει την Ελλάδα με μνημόνια.
Ακολούθησε το Καστελόριζο και το πρώτο μνημόνιο, χωρίς καμία διαβούλευση με τα κόμματα, με τους πολίτες.
Μετά, την 1η Μαρτίου 2012 ακολούθησε το δεύτερο μνημόνιο, από την κυβέρνηση Παπαδήμου, για να ακολουθήσει η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, η οποία κλήθηκε να το υλοποιήσει.
Όπως αποδείχτηκε στην πράξη και όπως αποδέχτηκε το ίδιο το ΔΝΤ, ειδικά στο πρώτο μνημόνιο έγιναν λάθος ή «λάθος» υπολογισμοί, με αποτέλεσμα η κρίση στην ελληνική οικονομία να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις, κάτι που φυσικά είχε επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία, η οποία, όπως ήταν φυσικό, άρχισε να αντιδρά.
Εκεί ακριβώς, στη δικαιολογημένη αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας άρχισαν να τζογάρουν οι ακραίες πολιτικές δυνάμεις και τα οπορτουνιστικά στοιχεία που κινούνται στα όρια της πολιτικής και της παράνοιας.
Είδαμε να γεννιέται το κίνημα των αγανακτισμένων, είδαμε την κάτω και την πάνω πλατεία σε αγαστή συνεργασία, είδαμε να καίγεται η Αθήνα και να ξυλοκοπούνται πολιτικοί, είδαμε στοχοποίηση πολιτικών αντιπάλων, ύβρεις, απειλές – τα είδαμε όλα.
Όμως, σε κάθε περίπτωση, αυτό το κίνημα των αγανακτισμένων ήταν ένα ζήτημα που θα μπορούσε το πολιτικό σύστημα, αν ως σύνολο νοιαζόταν πραγματικά για την Ελλάδα, να το εκμεταλλευτεί για να πετύχει καλύτερους όρους στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές.
Επίσης, είναι αλήθεια ότι το κίνημα των αγανακτισμένων εκτός από τη ζωή της κυβέρνησης, έκανε δύσκολη και τη ζωή των δανειστών, οι οποίοι περίμεναν πώς και πώς την ημέρα που θα άδειαζαν οι δρόμοι και οι πλατείες και τα «προγράμματα» θα εφαρμόζονταν μια χαρά γι’ αυτούς και δυο τρομάρες για τους πολίτες και την Ελλάδα.
Μετά τις ευρωεκλογές του 2014 οι δανειστές, όταν διαπίστωσαν ότι η αντιπολίτευση θα ανέτρεπε την κυβέρνηση με αφορμή και πάλι την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, την άνοιξη του 2015, αποφάσισαν να βγάλουν από την «πρίζα» τον Σαμαρά και την κυβέρνησή του και άρχισαν να επενδύουν στην κυβέρνηση Τσίπρα.
Έχουν τον τρόπο να αναλύουν πρόσωπα και πράγματα, και ήταν σίγουροι ότι δεν είχαν κανένα σχέδιο και καμία στρατηγική για μια σκληρή διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Με βάση αυτό κατέστρωσαν το σχέδιό τους, που ήταν να εκμεταλλευτούν μια κυβέρνηση Αριστεράς, να αδειάσουν οι πλατείες, να επιβάλουν ένα μνημόνιο πολύ χειρότερο από τα προηγούμενα και να αλυσοδέσουν την Ελλάδα για 99 χρόνια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας, ο Βαρουφάκης και οι συν αυτοίς είδαν το τυρί και δεν είδαν τη φάκα. Το τυρί ήταν η εξουσία και η φάκα ήταν να αλυσοδεθεί η Ελλάδα και να εξευτελιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας.
Έτσι, φέτα-φέτα τους έβαλαν να ξεπουλήσουν την Ελλάδα και να την χώσουν πιο βαθιά στο βούρκο του χρέους, γνωρίζοντας ότι δεν θα αντισταθούν –το είπαμε, οι δανειστές παρακολουθούν και αναλύουν τους πάντες και τα πάντα– και θα βάλουν το δάχτυλο στο μέλι της εξουσίας.
Και το μέλι δεν είναι μόνο οι χιλιάδες μετακλητοί και το βόλεμα συζύγων, αδελφών, συντρόφων και παιδιών και συγγενών στο Δημόσιο μιας πτωχευμένης χώρας. Είναι κι άλλα πράγματα…
Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ όλα αυτά τα χρόνια δεν άκουγαν κανέναν, και σε όποιον ασκούσε κριτική έβαζαν τη στρατιά των τρολ και των εγκαθέτων να βρίζει εκείνους που επισήμαιναν τα κακώς κείμενα. Αντί να πληρώνει να της κάνουν ειλικρινή κριτική, πλήρωνε για να φιμώσει τις φωνές που της επισήμαιναν τον γκρεμό.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά φθάσαμε στο σήμερα. Οι δανειστές πέτυχαν το στόχο τους. Δεν υπάρχει πλέον πολιτική δύναμη να ξαναβγάλει τον κόσμο στους δρόμους, κι έτσι θεωρούν ότι θα εφαρμόζεται το πρόγραμμά τους απρόσκοπτα μέχρι το 2060.
Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σαν να ξύπνησαν από όνειρο με ροζ συννεφάκια. Δεν μπορούν να πιστέψουν πώς ό,τι και να λένε στον κόσμο, τους γυρίζει μπούμερανγκ.
Και η Νέα Δημοκρατία ετοιμάζεται να αναλάβει τα ηνία της εξουσίας, με τον κόσμο να την περιμένει στη γωνία, ανεξαρτήτως των ποσοστών και της πιθανής αυτοδυναμίας.
Το τραγικό της κατάστασης είναι ότι κανείς δεν μιλά για το έγκλημα του πρώτου εξαμήνου του 2015!
Τι θα γίνει; Θα το ψάξει καμία Αρχή, κανένας θεσμός του ελληνικού κράτους, ή θα αφήσουμε τον αρχιεγκληματία (με την πολιτική έννοια) Βαρουφάκη να κάνει τον έξυπνο σε μια χώρα και μια κοινωνία που της έδωσε το τελειωτικό χτύπημα με τις αθλιότητες που διέπραξε επί ένα εξάμηνο εις βάρος του έθνους και της πατρίδας;