Αν ο Αλέξης Τσίπρας, πριν αναλάβει τα ηνία του κόμματός του, φρόντιζε να μάθει πέντε πράγματα από την ευρύτερη πολιτική κουλτούρα της Αριστεράς, θα γνώριζε τον Καστοριάδη και την ανάλυσή του ότι η «κοινωνία είναι κάτι» και δεν θα έπεφτε σε συνεχή επαναλαμβανόμενα λάθη που δεν συνάδουν ούτε με το στίγμα της μη κομμουνιστικής Αριστεράς ούτε, φυσικά, με καμιά πολιτική θεωρία.
Έτσι, δεν θα επέτρεπε και στη Ράνια Σβίγγου να χαρακτηρίσει την ελληνική κοινωνία «μάζα», γεγονός που εξόργισε ακόμη και συριζαίους.
Άνθρωποι από το πουθενά, που ας πούμε πήραν κι ένα πτυχίο, αυτοπροσδιορίστηκαν ως «οργανικοί διανοούμενοι» και επιδίωξαν να διαχωριστούν από την κοινωνία και τους πολίτες εκδηλώνοντας μια πηγαία αλαζονεία. Χαρακτηριστικό των μικρών.
Οργανικός διανοούμενος δεν είναι ο διανοούμενος του κόμματος. Αλλά ο ικανός εκείνος άνθρωπος που την παρουσία και το έργο του συνιστά ο Γκράμσι στα στελέχη του κόμματος και ζητά να τον μιμηθούν.
Η κοινωνία πρέπει να αυτοτεθεί ως «κάτι», έλεγε ο Καστοριάδης. «Η κοινωνία θέτει τον εαυτό της θεωρώντας πως είναι κάτι, ένας ξεχωριστός και ανεπανάληπτος εαυτός, κατονομασμένος (εντοπίσιμος). Η κοινωνία δεν θεωρεί ποτέ τον “εαυτό της” σαν συλλογή από φθαρτά και αντικαταστάσιμα άτομα που ζουν σε κάποιο έδαφος, μιλούν μια γλώσσα, τηρούν “εξωτερικά” κάποια έθιμα.
»Το αντίθετο, αυτά τα άτομα “ανήκουν” σ’ αυτήν την κοινωνία επειδή μετέχουν στις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες της, στις “νόρμες”, στις “αξίες”, στους μύθους, στις “παραστάσεις”, στα “προτάγματα”, στις “παραδόσεις” της κτλ., επειδή θέλουν και αυτά (είτε το ξέρουν είτε όχι) να ανήκουν σ αυτήν την κοινωνία και να τη διαιωνίζουν.
»Τα άτομα είναι οι μόνοι “πραγματικοί” ή “συγκεκριμένοι” φορείς της, έτσι όπως διαπλάστηκαν, κατασκευάστηκαν από τους θεσμούς – δηλαδή από άλλα άτομα, που και αυτά ήταν φορείς των ίδιων θεσμών και των σχετικών τους σημασιών».
Έχει σημασία ότι το παραπάνω απόσπασμα περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Καστοριάδη «Η άνοδος της ασημαντότητας». Γεμίσαμε από τέτοιους. Και το ερώτημα είναι πώς θα πορευθούμε.
Από τη διαχείριση της υπόθεσης των Πρεσπών μέχρι τους σημερινούς διορισμούς ημετέρων, ο Τσίπρας και το επιτελείο του περιφρονούν την κοινωνία, δεν την θεωρούν ως κάτι αλλά ως τίποτε, και την προσβάλλουν και τις τελευταίες ημέρες της πολιτικής τους ύπαρξης.
Αγνοούν, όμως, κι ένα στατιστικό στοιχείο. Την ύπαρξη ενός κρίσιμου σημείου δυσαρέσκειας πέραν του οποίου ό,τι και να δώσεις, δεν μετράει. Το σημείο αυτό η σημερινή κυβέρνηση το έχει ξεπεράσει εδώ και καιρό.
Η πολιτική αλλαγή μάλλον επέρχεται, αλλά οι οιωνοί δεν είναι αίσιοι. Και στους κόλπους των επερχομένων εγκαταβιούν φαντάσματα και νοοτροπίες του παρελθόντος δύσκολα ελέγξιμα. Η ελπίδα, όμως, πεθαίνει τελευταία.
Η μεγαλύτερη ζημιά που φρόντισε επιμελώς να κάνει η παρούσα κυβέρνηση στην ελληνική κοινωνία, είναι να την διχάσει. Και την δίχασε βαθιά. Ας ελπίσουμε ότι το τραύμα θα είναι επουλώσιμο.
Δεν πρέπει να λησμονούμε τις συνέπειες του εθνικού διχασμού. Η μεγαλύτερη καταστροφή του ελληνισμού στη χιλιόχρονη ιστορία του, η Μικρασιατική Καταστροφή, είχε τις ρίζες της στον βαθύ διχασμό που προηγήθηκε.
Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε τελευταία με τίτλο Και εγώ ήμουν στο Γκαίρλιτς περιγράφει την ιστορία του Δ΄ Σώματος Στρατού που παραδόθηκε υπό όρους στους Γερμανούς το 1916, για να μην αιχμαλωτιστεί από τους Βουλγάρους, και μεταφέρθηκε στο Γκαίρλιτς της Σιλεσίας τότε, Σαξονίας σήμερα.
Και αυτή η μαύρη σελίδα της ελληνικής ιστορίας έχει τις ρίζες της στο διχασμό. Στη σύγκρουση βενιζελικών-βασιλικών. Το μεγαλύτερο μέρος του Δ΄ Σ.Σ. προτίμησε να μεταφερθεί στη Γερμανία παρά να επιβιβαστεί σε αγγλογαλλικά πλοία και να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη.
Τα μέτωπα είναι ανοικτά. Είναι και εξωτερικά, αλλά κατά κάποιον τρόπο και εσωτερικά. Και ως εσωτερικά εννοούνται οι αποδομητικές δυνάμεις που δεν θεωρούν απλώς ξεπερασμένη τη λειτουργία του εθνικού κράτους, αλλά την ίδια την ύπαρξη της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά και αυτές οι δυνάμεις λησμονούν ότι η κοινωνία είναι «κάτι», όπως έλεγε ο Καστοριάδης.