Οι πνευμονολόγοι ανεπίσημα αποκαλούν τη χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ για συντομία) «σιωπηλό δολοφόνο», καθώς μόνο αφότου έχει καταστραφεί το 50-60% των πνευμόνων κάνουν την εμφάνισή τους τα σοβαρά συμπτώματα. Η συγκεκριμένη νόσος είναι το αποτέλεσμα της μακροχρόνιας εισπνοής ρύπων, σε εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους.
Το κάπνισμα (ενεργητικό και παθητικό) θεωρείται ιδιαιτέρως «ένοχο», ενώ το ίδιο ισχύει για τη μόνιμη έκθεση σε ατμοσφαιρικούς ρύπους, σκόνη και χημικές ουσίες.
Στους ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια ο αέρας δεν εκπνέεται εύκολα διότι οι αεραγωγοί των πνευμόνων βρίσκονται σε μόνιμη συστολή. Έτσι υπάρχει «παγίδευσή» του, κάτι που οδηγεί σε δύσπνοια που επηρεάζει αρνητικά τις σωματικές δραστηριότητες. Πολλοί ασθενείς που δεν έχουν υποβληθεί σε σπιρομέτρηση (μια ανώδυνη εξέταση που μετρά την ποιότητα του αέρα) θεωρούν λανθασμένα ότι ο βήχας, τα πτύελα, η δυσκολία στην αναπνοή (αρχικά με την άσκηση) και η κόπωση που εμφανίζονται σταδιακά είναι η φυσιολογική συνέπεια του καπνίσματος και της ηλικίας.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς η συχνότητα του καπνίσματος και η γήρανση του πληθυσμού σε πολλές χώρες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση των ασθενών, γι’ αυτό και κατέταξε τη ΧΑΠ ως μία από τις πιο επικίνδυνες παθήσεις της επόμενης χιλιετίας. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, οι 9 στους 100 ενήλικες καπνιστές πάσχουν από τη νόσο. Αυτό σημαίνει ότι νοσούν περίπου 600.000 Έλληνες, ωστόσο το 56% δεν το γνωρίζει!
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης της ΧΑΠ είναι η διακοπή του καπνίσματος, καθώς μπορεί να επιβραδύνει την εξέλιξή της. Επιπλέον συστήνεται το εμβόλιο για τη γρίπη προκειμένου να αποφευχθεί μια σοβαρή περίπτωση πνευμονίας, και εξειδικευμένη φαρμακευτική αγωγή εάν κρίνεται απαραίτητο.