Η πρόθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προχωρήσει σε κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας εξαιτίας των νεοοθωμανικών πρακτικών της στην Ανατολική Μεσόγειο έγινε δεκτή στη χώρα μας με μεγάλη ικανοποίηση, και ορθά. Ωστόσο, αξίζει να συγκρατήσουμε δύο σημαντικά στοιχεία.
Πρώτον, όπως αναφέρεται και στον τίτλο, όταν τα πράγματα σοβαρεύουν, δεν αναλαμβάνει δράση η ΕΕ ως μια νεφελώδης οντότητα χωρίς ονοματεπώνυμο και διεύθυνση, αλλά συγκεκριμένοι πόλοι ισχύος.
Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική της Ένωσης έχει λάβει αυτήν την αντιτουρκική δυναμική και την αντίστοιχη σύγκλιση με τα κυπριακά συμφέροντα, όχι προφανώς επειδή το επιθυμούν ο Γιούνκερ και ο Τουσκ, αλλά επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιζητά ο Μακρόν, και η Μέρκελ ευθυγραμμίζεται.
Ποια συμπεράσματα εξάγονται από την εν λόγω περιγραφή; Τεκμαίρεται ότι η επίκληση στο Διεθνές Δίκαιο και στις «κοινές αρχές της ευρωπαϊκής οικογένειας» αποτελούν άριστα διπλωματικά εργαλεία, τα οποία όμως οφείλουν να συνοδεύονται από την παρουσία μιας Total στην κυπριακή ΑΟΖ ή το επιτακτικό κοινό συμφέρον της διαφοροποίησης των παραγωγών και διόδων ενέργειας για τα κράτη-μέλη. Σε διαφορετικό ενδεχόμενο, και στην καλύτερη περίπτωση, η υποστήριξη θα ήταν ένα «φιλικό χτύπημα στην πλάτη». Η ΕΕ κινητοποιείται επειδή τα κράτη-μέλη της που λειτουργούν ως πυλώνες ισχύος έχουν κόστος από την τουρκική δραστηριότητα στην περιοχή. Τα μαθήματα είναι πολλά για την ελληνική (ελλαδική και κυπριακή) εξωτερική πολιτική.
Δεύτερον, επειδή τη στιγμή συγγραφής του παρόντος κειμένου δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό αν τελικά υπάρξουν κυρώσεις και ποιες θα είναι αυτές, αξίζει να επισημανθεί ότι αν αυτές είναι «χλιαρές» και διστακτικές, ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν από τον Ερντογάν ως αφορμή εκδήλωσης επιθετικότητας είναι υπαρκτός. Το κόστος για την Τουρκία πρέπει να είναι ευδιάκριτο και κλιμακούμενο, προκειμένου οι κυρώσεις να μην καταλήξουν να είναι παράθυρο ευκαιρίας για την ίδια στην Ανατολική Μεσόγειο και για το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης όσον αφορά τη μεγαλομανή ρητορική στο εσωτερικό.
Αρκεί να θυμηθούμε πόση διπλωματική πίεση απαιτήθηκε εκ μέρους των ΗΠΑ για το θέμα του «πάστορα» πριν από μερικούς μήνες.
Η πίεση ήταν αμερικανική, το ζήτημα για την Τουρκία επ’ ουδενί εξίσου σημαντικό με τους ενεργειακούς πόρους της κυπριακής ΑΟΖ, και παρ’ όλα αυτά, το ανατολίτικο παζάρι υπήρξε σκληρό έως ότου φυσικά ερεθίστηκαν τα «ηγεμονικά ένστικτα» της υπερδύναμης και η Άγκυρα κατέληξε σε άτακτη υποχώρηση. Έως τότε, ο Ερντογάν παρουσιαζόταν άτεγκτος. Ωστόσο, οι Ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις και η ΕΕ είναι σε θέση να φθάσουν την κατάσταση στα άκρα ή, με άλλα λόγια, μια «ευρωπαϊκή απειλή» θα ήταν αποτελεσματική ή κενή περιεχομένου;
Μάλιστα, οφείλουμε να συνεκτιμήσουμε όλα αυτά τη στιγμή που η Τουρκία –παρά τους επικοινωνιακούς τακτικισμούς του Ερντογάν ώστε να μην αποξενώσει τη φιλοευρωπαϊκή συνιστώσα του κόμματος και να μην επιφορτιστεί την ευθύνη της διάρρηξης της σχέσης με την ΕΕ– έχει εν τοις πράγμασι χαράξει μια στρατηγική μη συνυφασμένη με «ευρωπαϊκό μέλλον». Συνεπώς, ακόμη και η οριστική ακύρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων να μη λειτουργούσε αρκούντως αποτελεσματικά.
Η γεωστρατηγική συγκυρία για τη χώρα μας είναι ιδανική και απομένει μόνο η ύπαρξη μιας υψηλής επάρκειας ηγεσίας, η οποία να προτάσσει το εθνικό συμφέρον και να ακολουθεί μια συγκροτημένη στρατηγική με ορθολογικό και όχι ιδεοληπτικό κριτήριο. Εξάλλου, οι προκλήσεις βρίσκονται ενόψει, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τόσο την τουρκική στρατηγική συμπεριφορά όσο και –δευτερευόντως, φυσικά– τις ιταλικές παλινωδίες για τον East Med και συνολικά την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου.