Στο εαρινό εξάμηνο του 187ου έτους έχουμε πλέον εισέλθει, εξετάζοντας για πολλοστή φορά το αντικείμενο της Παρασιτολογίας. Κυριολεκτικά «αιώνιοι φοιτητές», με ημερομηνία εγγραφής τις 7 Μαΐου 1832 (ίσως και λίγα χρόνια νωρίτερα).
Περί τίνος πρόκειται, αν και θα έπρεπε μετά από δύο αιώνες να το έχουμε μάθει; Σύμφωνα με τη δρ Χρυσάνθη Παπαδοπούλου:
«Οι περισσότεροι οργανισμοί επιβιώνουν στη φύση ως ανεξάρτητα όντα, χάρη στην ικανότητά τους να είναι αυτάρκεις στη σύνθεση των θρεπτικών ουσιών που είναι αναγκαίες για την ανάπτυξη και την αναπαραγωγή τους. Μερικοί όμως οργανισμοί αδυνατούν να επιζήσουν μόνοι τους και αναγκάζονται να ζουν σε εξάρτηση και με κάποιον οργανισμό διαφορετικού είδους. Η σχέση αυτή κατά την οποία δύο οργανισμοί συμβιώνουν χωρίς να βλάπτει ο ένας τον άλλον καλείται συμβιωτισμός. Αν όμως μόνον ο ένας οργανισμός ωφελείται από τη συμβίωση, ο δε άλλος οργανισμός αναγκαστικά βλάπτεται, τότε η σχέση αυτή ονομάζεται παρασιτισμός».
Στην περίπτωση της ανάλυσης του πολιτικού γεγονότος, η παρασιτολογία ανάγεται στην εντρύφηση στο φαινόμενο της ιδιωτείας και της αδυναμίας συν-αντίληψης, συν-μετοχής, συν-ύπαρξης και, εντέλει, συν-πράξης. Το θετικό στην περίπτωσή μας είναι ότι όσο επιβιώνουν στοιχεία της κοινοτικής συγκρότησής μας, διαχειριζόμαστε αριστοτεχνικά (σαν να πρόκειται για θαύμα) τα δημόσια έχοντας αναντίρρητα υψηλή αίσθηση του κοινωνείν. Η απουσία, ωστόσο, θεσμών δεν επιτρέπει την ενσωμάτωση των παρασίτων, τα οποία ανταποκρίνονται ενδεχομένως στο 5 ή το πολύ 10% του πληθυσμού, και αυτοί σηκώνουν τόσο μεγάλο κουρνιαχτό που συμπαρασύρουν τα πάντα και τους πάντες στο διάβα τους.
Η ιδιωτεία αποτελεί ένα εγγενές χαρακτηριστικό του ορμέμφυτου και δεν είναι λίγες οι αναφορές ήδη από την αρχαία Ελλάδα, που διαπιστώνεται και σταχυολογείται ως μια πρακτική εχθρική προς την πολιτεία και την κοινωνική συγκρότηση, με προεκτάσεις στην εσωτερική συνοχή και στην εξασφάλιση πίστης και νομιμοφροσύνης προς το υπερκείμενο πολιτειακό γεγονός. Ιστορικά, το ελληνικό παράδειγμα διαχειρίστηκε επιτυχημένα και ενδεδειγμένα την εν λόγω ροπή μέσω των κοινωνιών μικρής κλίμακας, ενώ τα μοντερνιστικά κράτη της Δύσης και εσχάτως (εντός του τελευταίου ενός αιώνα) της Ανατολής δημιούργησαν θεσμούς. Το πρόβλημα στη δική μας περίπτωση αφορά την ιστορική φάση των τελευταίων δύο αιώνων, όταν αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε (εν πολλοίς εύλογα ελέω κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος) τις «κοινότητες» και να ιδρύσουμε δυτικότροπες κρατικές δομές, δίχως όμως να εξασφαλίσουμε την αναγκαία πίστη και νομιμοφροσύνη προς τους δημιουργημένους θεσμούς.
Μια μικρή προσωπική διαπίστωση: Όταν βρέθηκα στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στο Λονδίνο, αναμένοντας ως πεζός να διασχίσω το δρόμο, παρατήρησα κοιτώντας γύρω μου ότι ήμουν ο μόνος που κοιτούσα προς τα αυτοκίνητα.
Άπαντες γύρω μου –σε έναν δρόμο πυκνής κυκλοφορίας– κοιτούσαν το φανάρι, πότε «θα ανάψει πράσινο» για να προχωρήσουν προς την απέναντι πλευρά. Ένταξη σε ένα κοινωνικό σύνολο και προσαρμογή με γνώμονα το κοινό συμφέρον: να μη δημιουργηθεί αναστάτωση στο δρόμο, να μην προκαλέσω τη δυσαρέσκεια των συμπολιτών μου, να πάψω να είμαι «καπετάνιος» θεωρώντας ότι γνωρίζω τα πάντα, και να παρακολουθώ το μηχανισμό που το κράτος έχει δημιουργήσει για την ίδια την αρμονική συνύπαρξη των πολιτών συντηρώντας το γι’ αυτόν το σκοπό και με δικά μου χρήματα.
Ενδεχομένως να ανήκω και εγώ στο 5 ή 10% και να εμπίπτω στα περί παρασιτολογίας… Ενδεχομένως και όχι, και απλά η ιδιωτεία του 5-10% να έχει αρχίσει τις τελευταίες δεκαετίες να εκμαυλίζει ως μεταστατική νόσος τα πάντα. Κεντρικό συμπέρασμα: Θεσμοί, θεσμοί, θεσμοί. Εναρμονισμένοι με το εθνικό συμφέρον, αποστειρωμένοι, κάτωθεν νομιμοποιημένοι και όχι επιβεβλημένοι από ξένα κέντρα και παράκεντρα.