Πατριωτικό ρίγος και εθνική υπερηφάνεια διακατέχουν άπαντες, πληροφορούμενοι ότι η Ελλάδα έχει λάβει κορυφαία θέση μεταξύ των επενδυτών στα Σκόπια. Σύμφωνα με τα ανακοινωθέντα, είμαστε πρώτοι στα μπακάλικα και ενδεχομένως στα κουρεία, ενώ οι προσπάθειες εντείνονται για να λάβουμε τα πρωτεία και στην πώληση μπαλονιών για παιδικά πάρτι.
Επ’ ουδενί υποτιμώνται ή θίγονται οι επενδυτικές πρωτοβουλίες των Ελλήνων επιχειρηματιών στη γειτονική χώρα, απλώς επισημαίνεται η πολιτική αγυρτεία πρόταξης των εν λόγω επενδύσεων ως παρεπόμενες της Συμφωνίας των Πρεσπών ή δείγματα της «εδραίας θέσης» της Ελλάδας στη Βαλκανική. Οι βαθύτεροι λόγοι της δυσαρμονίας των Ελλήνων επενδυτών με τα εθνικά συμφέροντα έγκεινται στην απουσία αστικής τάξης στη χώρα μας και στην κυριαρχία μιας μεταπρατικής λογικής των κεφαλαιούχων, η οποία ήταν ανάλογη της έξωθεν διαχρονικής εξαρτησιακής λογικής χαρακτηρίζουσα το κομματικό σύστημα και την εξωτερική πολιτική μας.
Ό,τι περιγράφουμε με σύγχρονους όρους ως «οικονομική διπλωματία» αντικατοπτρίζει την εναρμόνιση των κρατικών σκοπών με τις –τουλάχιστον βασικές-στρατηγικές– κινήσεις των κεφαλαιούχων. Η προτίμηση υπαγωγής τους σε ένα τέτοιου είδους πλαίσιο αιτιολογείται, ενόσω καθίστανται βέβαιοι ότι το κόστος διάρρηξης της σχέσης τους με τη μητέρα-πατρίδα θα είναι δυσθεώρητο εν σχέσει με τα οφέλη μιας ιδιωτικής επένδυσης στη «λάθος χώρα». Στην περίπτωση του ελληνικού κράτους, ποιος θα τους πείσει ότι θα υποστούν ένα τέτοιου είδους κόστος; Οι χειραγωγούμενοι από τους ίδιους;
Και αντιστοίχως, γιατί οι κεφαλαιούχοι να συμμεριστούν το εθνικό συμφέρον, όταν η Ελλάδα παραμένει φοβική και αδυνατεί να υπερασπιστεί τα δευτερογενή εθνικά συμφέροντά της (υπεράσπιση ιδιωτών και κεφαλαίων στο εξωτερικό);
Η ίδρυση ενός φορέα ο οποίος θα συντονίζει –με όρους αμοιβαίου κόστους και όχι αλτρουισμού (αυτός έχει δώσει προ πολλού τη θέση του στην ιδιωτεία)– τη δραστηριοποίηση του εθνοκράτους και των ιδιωτικών κεφαλαίων αποτελεί απαίτηση ευημερίας, εντέλει και των δύο. Όπως συμβαίνει και με την περίπτωση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, το πολιτικό σύστημα εν Ελλάδι αρνείται πεισματικά να δημιουργήσει θεσμούς οι οποίοι συντεταγμένα, αποστειρωμένα και με σοβαρότητα να παράγουν προτάσεις πολιτικής με άξονα την εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος.
Η Τουρκία έχει δημιουργήσει τέτοια θεσμικά εργαλεία, όπως την περίφημη «Τουρκική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Συνεργασίας» (TIKA), η οποία έχει ως βασικό στόχο λειτουργίας της τη συνεργασία του δημόσιου τομέα με τα ιδιωτικά κεφάλαια για την αύξηση της επιρροής της Άγκυρας στο εξωτερικό με ιδιαίτερη έμφαση στις λεγόμενες «τουρκογενείς δημοκρατίες» του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Λειτουργεί, παράγει έργο και δεν αποτελεί ένα –αναρμόδιο– γραφείο του υπουργείου Εξωτερικών. Μάλιστα, οι τομείς εστίασης του επενδυτικού ενδιαφέροντος εκτείνονται από την εκπαίδευση και τον πολιτισμό έως τις κατασκευές.
Αρκεί να δει κανείς με μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο τα ποσά της «τουρκικής ανθρωπιστικής βοήθειας» σε χώρες ανά τον πλανήτη.
Αναμφισβήτητα, παρόμοια είναι τα συμπεράσματα και όταν κάποιος μελετά την αμερικανική ή τη ρωσική εξωτερική πολιτική, ή φυσικά και την ισραηλινή. Οι επενδύσεις συνυπολογίζονται ως πυλώνες οικοδόμησης εθνικής ισχύος, και η εθνική ισχύς βρίσκεται πάντοτε στην υπηρεσία των επενδύσεων, με κοινό διακύβευμα το εθνικό συμφέρον. Περί του αν τούτο ισχύει στην περίπτωση των ελληνικών επενδύσεων στα Σκόπια δεν νομίζω ότι αξίζει να υπεισέλθω. Αρκεί να δει κανείς το βαθμό κατά τον οποίο διαμορφώθηκε η πολιτική βούληση του βόρειου γείτονά μας, τα προηγούμενα χρόνια, όταν οι ελληνικές επενδύσεις ήδη κάλπαζαν. Όχι απλώς δεν συνέβαλαν στην εθνική ισχύ –και άρα στην εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων–, αλλά πολλές φορές επρόκειτο για ελληνικά κεφάλαια εξαγόμενα προς εύρεση φορολογικών παραδείσων.
Πέραν της απουσίας θεσμών, έτερη κρίσιμη μεταβλητή σχετίζεται με τη στρατηγική ιδιοσυστασία των επενδύσεων, αν δηλαδή αφορούν «στρατηγικά αγαθά» ή όχι. Τα στρατηγικά αγαθά είναι εκείνα για τα οποία η εύρεση υποκατάστατων αποτελεί δυσχερές εγχείρημα, με το γνωστότερο παράδειγμα να είναι οι υδρογονάνθρακες. Το παρόν κείμενο ξεκίνησε με τους αστεϊσμούς περί «μπακάλικων», ακριβώς για να τονιστεί η αδυναμία διάχυσης των επενδυτικών αποτελεσμάτων στο στρατηγικό επίπεδο και επειδή οι εν λόγω επενδύσεις είναι εύκολα υποκαθιστάμενες. Ας αφεθούν, συνεπώς, οι επιχειρηματίες να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους όπως πολύ καλά γνωρίζουν, για ίδιον όφελος, και η πολιτική συζήτηση ας πραγματοποιείται με όρους περισσότερης ειλικρίνειας.