Ο Ελευθέριος Ελευθεριάδης ήταν ο πρώτος που επισκέφτηκε την πατρίδα του τη δεκαετία του 1950, όταν η τουρκική κυβέρνηση ήρε τη σχετική απαγόρευση που υπήρχε από την ανταλλαγή πληθυσμών. Βρέθηκε ξανά με φίλους του ελληνόφωνους που έμειναν πίσω, καθώς η σχετική συμφωνία στη Συνθήκη της Λοζάνης δεν χαρακτήριζε ως ανταλλάξιμους τους εξισλαμισμένους πληθυσμούς.
Η ιστορία του είναι ξεχωριστή και κατέχει ιδιαίτερη θέση στον ψυχισμό των Ποντίων.
Γεννήθηκε το 1910 στο χωριό Λαραχανή της Ματσούκας του Πόντου. Ο πατέρας του, δάσκαλος, εξορίστηκε το 1922 στα τάγματα εργασίας και σκοτώθηκε από Τούρκους. Το 1923 η εξαμελής οικογένεια, με αρχηγό τον δωδεκάχρονο Λευτέρη, παίρνει αναγκαστικά το δρόμο του ξεριζωμού με την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Καταλήγει όμως στα μπουντρούμια της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, όπου οι επιδημικές ασθένειες θερίζουν όλα τα μέλη της.
Μοναδικός επιζών είναι ο μικρός Λευτέρης, ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τη μοίρα του. Με ηρωισμό βρίσκει τον τρόπο να αποδράσει. Στην πορεία φιλάνθρωπα χέρια τον περιμαζεύουν και τον στέλνουν στο ορφανοτροφείο της Πριγκήπου. Εκεί έμεινε μέχρι το 1925, οπότε, μαζί με άλλους ανταλλάξιμους πρόσφυγες, μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, με πρώτο σταθμό την καραντίνα στο Καραμπουρνάκι (ενός εκ των ακρωτηρίων της σημερινής Καλαμαριάς).
Σταυρός ανδρείας γιατί πολέμησε στην Αλβανία
Έχοντας πικρές εμπειρίες από καραντίνες, το σκάει ξανά και αναζητά πληροφορίες για άλλες οικογένειες από τη Λαραχανή και μαθαίνει πως έχουν εγκατασταθεί στο χωριό Άγιος Δημήτριος Κοζάνης. Η μοίρα τον οδηγεί στο ορφανοτροφείο Γρεβενών, όπου παρακολουθεί το γυμνάσιο και αποφοιτά με το πρώτο βραβείο επιμέλειας και χρηστότητας, που του απονεμήθηκε από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών Θεσσαλονίκης. Το 1939 αποφοίτησε από το τμήμα Μαθηματικών της Φυσικομαθηματικής Σχολής του ΑΠΘ, και το 1940, με τον βαθμό του έφεδρου ανθυπολοχαγού, παίρνει μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στο μέτωπο της Αλβανίας. Μάλιστα, για την ανδρεία του τιμήθηκε με πολεμικό σταυρό.
(Φωτ.: katerini.gr)
Βουλευτής με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και πολυγραφότατος
Το 1952 εκλέγεται βουλευτής Πιερίας με την ΕΠΕΚ του Νικόλαου Πλαστήρα, και επανεκλέγεται το 1974 και το 1977 με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η πολιτική του σταδιοδρομία τερματίστηκε το 1981.
Υπήρξε πολυγραφότατος και αξιόλογος συγγραφέας, ενώ ασχολήθηκε με τη λαογραφία και το θέατρο.
Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα θεατρικά του έργα στην ποντιακή διάλεκτο Το στύμνωμαν, ‘Σ σην Ρωμανίαν δέβα, Τη κουνί’ το χάραγμαν, Εν τούτω νίκα, Μαρία Γκιουλ Μπαχάρ – τα δύο πρώτα εκ των οποίων βραβεύτηκαν στον Α΄ και Β΄ διαγωνισμό συγγραφής θεατρικών έργων στην ποντιακή διάλεκτο του Καλλιτεχνικού Οργανισμου Ποντίων Αθηνών.
Ο θάνατός του ενέπνευσε
Τα οδοιπορικά του και αναμνήσεις του από τον Πόντο όμως είναι αυτά που κρατούν ζωντανή τη μνήμη του Ελευθέριου Ελευθεριάδη (στη φωτ. δεξιά εικονίζεται στα ερείπια του σπιτιού του στον Πόντο, με τους Τούρκους συνοδούς του [αρχείο ΕΠΜ]). Γιατί ο αξιόλογος αυτός άνθρωπος έκανε πράξη, με το τέλος του, τους στίχους του ανιστορητή της μονής της Παναγίας Σουμελά στο Βέρμιο, Φίλωνα Κτενίδη, στο έργο του «Καμπάνα του Πόντου»: Πέθανε στον τόπο όπου γεννήθηκε, κάτι που για πολλούς θεωρήθηκε η θεραπεία στο τραύμα των ξεριζωμένων: «Θεέ μ’… ποίσον με ίντιαν θέλ’τς… Μόνον ’ς σον τόπο μ’ άφ’ς με! Άφ’ς με αδά να θάφκουμαι ’ς σον τόπον ντ’ εγεννέθα, ’ς σο μνήμαν όμπου έθαψα την μάνα μ’ και τον κύρη μ’…» («Θεέ μου… κάνε με ό,τι θες… Μόνο στον τόπο μου άσ’ με! Άσε με εδώ για να ταφώ στον τόπο που μ’ εγέννα, στο μνήμα όπου έθαψα την μάνα και τον κύρη μ’…»).
Ο Ελευθέριος Ελευθεριάδης πέθανε στην Τραπεζούντα κατά τη διάρκεια του τρίτου ταξιδιού του στον Πόντο, το 1988.
Η ταφή του έγινε στην Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο, όπως ήταν η επιθυμία του. Ο θάνατός του άγγιξε τόσο πολύ τις ανθρώπινες ψυχές που ο Πόντιος συγγραφέας Κώστας Διαμαντίδης, ο οποίος υπήρξε γραμματέας του ΚΚΕ στην Πτολεμαΐδα, παρά τις αντίθετες πολιτικές απόψεις δεν δίστασε να υμνήσει και να αποθεώσει σε ποίημά του τον Ελευθεριάδη.
Για έλ’ ατώρα σούκ’ απάν’ και πίασον το χέρι μ’
(έλα τώρα, σήκω πάνω και πιάσε μου το χέρι)
ας πάμε ους τη Σουμελάν κρούομε την καμπάναν
(ας πάμε μέχρι τη Σουμελά να χτυπήσουμε την καμπάνα,
[σ.σ.αναφορά στο ποίημα του Κτενίδη])
ν’ ακούγ’νε μας οι ζωντανοί ‘ς όλιον την οικουμένην
(να μας ακούσουν οι ζωντανοί σε όλη την οικουμένη)
να στείλουμ’ ατ’ς το μένεμαν το μέγαν διαρμενείαν:
(να τους στείλουμε μεγάλο μήνυμα και συμβουλή)
Πατρίδας να μη χάν’τανε άλλο αδά ‘ς σον κόσμον
(πατρίδες να μη χάνονται άλλο σ’ αυτόν τον κόσμο)
κι ο κάθα είς να θάφκεται ‘ς σον τόπον ντ’ εγεννέθεν’.
(και ο καθένας να θάβεται στον τόπου που γεννήθηκε).
«Εμπνεύστηκα από το θάνατό του. Τον πόνο της καρδιάς μου τον έκανα στίχους. Ήταν ένας πολύ ωραίος άνθρωπος. Αγαπούσε πολύ τον Πόντο. Γι’ αυτό και πέθανε εκεί», λέει στο Newpost ο Κώστας Διαμαντίδης για τον άνθρωπο που προς τιμήν του ως «εξέχουσα προσωπικότητα του ποντιακού ελληνισμού» ο Δήμος Κατερίνης ανήγειρε το 2018 προτομή μετά από πολύχρονο αίτημα όλων των ποντιακών συλλόγων του νομού Πιερίας.
- Πηγές: newpost.gr / Χρήστος Κωνσταντινίδης • el.wikipedia.org.